Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

ΑΡΩΜΑ ΖΩΗΣ.

Τι είναι αμαρτία,
Μην είναι το πρόσωπο,
το χάδι,το κορμί σου,
οι ποθοστάλες τάχα της αστήρευτης πηγής σου,
των ηδονών οι κόρφοι σου,
τα λαξεμένια πόδια,
ή άραγε των χεριών σου οι αγκαλιές που σφίγκουν μέσα τους λαχτάρες,
μήπως το ζεστό το χνώτο σου,
ή το μεθυστικό κόκκινο κρασί απο τα κοραλένια σου τα χείλη,
ή πάλι η εξαύλωση ανάμεσα στα δυνατά σου σκέλια,
γυναίκα,γυναίκα,ΓΥΝΑΙΚΑ,ΑΡΩΜΑ ΖΩΗΣ..

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

ΤΗΣ ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ ΤΑ ΒΑΘΗ

Από της λησμονιάς τα βάθη ξέσυρα την μορφή σου,ν'ανταμώσω θέλησα την πεθυμιά με τ'όνειρο,και φανερώθηκες ηλιοστάλακτη με μιάς,εγώ που νόμιζα πως πολύ βαθειά σε είχα κρυμένη και φορτωμένη με αμέτρητα γιατί.
Από της λησμονιάς τα βάθη ξέσυρα την μορφή σου,να μπλέξω θέλησα το άδειο τώρα με το χθές,και γέμισες με μιάς της καρδιάς τους άδειους δρόμους,εγώ που νόμιζα πως εκεί περπάταγε μονοχά η μοναξιά,και δεν χώραγε κανένας άλλος να περάσει.
Από της λησμονιάς τα βάθη ξέσυρα την μορφή σου,ν σμίξω θέλησα τις ομορφιές ανατολής και δύσης,και μένα που φαίνονταν αδύνατο τούτο να συμβεί,ερωτοφορεμένες όλες φανερώθηκαν μπροστά μου,σαν τότες που σε κράταγα αγκαλιά στην ζεστή αμουδιά της αγάπης πάνω,και θωρούσαμε μαζύ τις ομορφιές του κόσμου.
Από της λησμονιάς τα βάθη ξέσυρα την μορφή σου,να δώσω θέλησα πνοή στα ξεθυμασμένα χείλη,και η αγάπη η γοργόφτερη,της καρδιάς η ταξιδεύτρα,μύριες τις έδωσε πνοές,ανάσες να ανασαίνουν,και να επουλώνουν τις πληγές.
Από της λησμονιάς τα βάθη ξέσυρα την μορφή σου,ψέμματα-ψέμματα-ψέμματα,απο της ζωής μου τα περιβόλια ποτέ δεν έφυγες εσύ,από την πρώτη μας ματιά θυμάμαι σε άφησα να τριγυρνάς εκεί, πανέμορφη θεά να στολίζεις την ζωή μου,σ'ευχαριστώ..

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

ΑΝΕΡΑΣΤΟΙ (απόσπασμα)

...Γιατί σήμερα μου έστειλες την πίκρα αγαπημένη μου,μπάς κα δαύτη όπλο δικό τους είναι;Αν είναι δεν με νοιάζει,μπορώ να το πολεμήσω,μοναχά δικό σου να μην είναι,εκεί αδύναμος είμαι.Όμως δεν είναι όπλο δικό τους η πίκρα.Η πίκρα γεννιέταιαπο συναίσθημα,από αγάπη,από παράπονο αν θές,μα όχι απο κακία,και τούτοι οι ξέκωλοι οι ανέραστοι μόνο αυτήν διαθέτουν.Πίκρα,ποια πίκρα,χιονόμπαλα την έκανα,και την έλειωσα στον κρατήρα του πόθου μας,ας πάνε αλλού να παίξουνε,με ομοίους τους που δεν ξέρουν να αγαπάνε,και το γ..... τους καταναγκασμός είναι και ψευτιά και υποκρισία.Ταξιδεύτρα μου σ'αγαπάω.
Ποιά σκιρτήματα μπορούν να νοιώσουν άραγε αγαπημένη μου,τώρα που βουβά απο μέσα μου μιλώ με σένα,την εικόνα σου φέρνοντας στον νου μου,τότε που σε είδα να βγαίνεις απο την θάλασσα και ταράχτηκε νους,σώμα και ψυχή.Σκίρτησαν ποτέ στην θέα μιάς Αφροδίτης να αναδύεται απο τα κύματα,με τις σταγόνες να στραφταλίζουν πάνω στο ποθεμένο της κορμί,διαμαντόπετρες πανάκριβες;Λαχτάρισαν από πόθο καθώς την είδαν να αφήνεται στο σφιχταγκάλιασμα του ήλιου,με τις ηδονές να πηγάζουν απο κάθε μόριό της,του έρωτα ιδανικό με τους αέρηδες έτοιμους να φουσκώσουν τα πανιά των πόθων και των ηδονών;Κείνοι καλή μου κρυφοκοιτούν με κακία την τοση ομορφιά,και πασχίζουν να μολύνουν την θάλασσα γιατί μολυσμένη είναι η ψυχή τους.Μιάσματα του κόσμου τούτου,άντε να πνιγείτε.Εμεί αρμενίζουμε σε λιμάνια που μας καρτερά η ζωή,με τις λαχτάρες της,τους πόθους της, τους έρωτές της,τους πόνους της,τίς πίκρες,τις χαρές της,ενώ εσάς άβυσσος σας καρτερά και μαύρο σκοτάδι. Με τις υγείες σας.
Ναι αγάπη μου θέλω να τους πω,να τους ρωτήσω θέλω,αν έλειωσαν ποτέ τους στα πόδια της καλής τους από αγάπη,η ξεψύχισαν ακόμη περισσότερο δίχως παράπονο;
Έγειραν ποτέ τους τρυφερά στο στήθος της αγαπημένης τους,ή το κυριότερο γεύτηκαν ποτέ την γλύκα της ζωής βλέποντας μια μάννα να βυζαίνει το βρεφούδι της,ζωή δίνοντάς το απο την ζωή της;Σκληροί καθώς είναι πως αυτο το μεγαλείο να νοιώσουν,ρουφιάνοι της ζωής εσείς μόνο συμφορές ξέρεται να γεννάται.

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

ΓΥΝΑΙΚΑ

Ελευθερία έτσι ήταν το όνομά της,όνομα και πράμα που λένε,μία γυναίκα γύρω στα σαρανταπέντε.Αντάρτισα και ασυμβίβαστη με το κατεστημένο.Έυκολο της ήταν να κοντραριστεί με ότι της φαίνονταν λοξό.Παντού ήτανε μπροστά,μα δεμένη στο όνειρο για μια καλύτερη ζωή,για μιά ζωή πιο ερωτική,πιο αγαπησιάρικη,κάτω απο τα αμπέχονα η Ελευθερία έκρυβε την Γυναίκα.Την γυναίκα που ξέρει να αγαπάει,ξέρει να δίνεται,ξέρει να χορεύει.Την ζωή,τον πόθο,τον πόνο,τα μεράκια.Μεγάλη δουλειά ο χορός.Στα βήματά του σεργιανάς τα σωθικά σου.Άλλοι παίρνουν τους δρόμους,άλλοι κλαίνε,άλλοι παραδίνονται.Ετούτη τα σεκλέτια της τα έκανε χορό,όπως και τις χαρές της.Σ'ένα τέτοιο χορό την πέτυχα,χόρευε το ζείμπέκικο της Ευδοκίας,βουβά,δίχως λόγια, δίχως τσαλίμια.Σπαραχτικά και λυτρωτικά συνάμα.Κάθε βήμα και ένα αχ,κάθε στροφή κια ένα πέταγμα στον πόνο,λίγο πρωτύτερα είχε χωρίσει.Της χώρισαν τον μισό της εαυτό και τον πήραν μακριά της.Στα σκυψίματα του χορού τα μάτια της βουρκώνανε,στ'ανεβάσματα με τα χέρια διάπλατα,περήφανα κοίταγαν ψηλά.Τα χείλη πότε κλειστά πεισμωμένα,πότε ξέπνοα,πότε ανασανιάρικα,φανέρωναν ότι στοβίλιζε τον νού και την καρδιά της,μα πιότερο απ'όλα τα γιατί.Γιατί τώρα,γιατί ύστερα απο δεκαπέντε χρόνια,γιατί τώρα που ωρίμασε η ζωή.Δεκαπέντε χρόνια ένας ανομολόγητος έρωτας.
Χορός αναστενάρικος.Πάταγε πάνω στα αναμένα κάρβουνα του πόνου και θαρρείς και εξαυλωνόταν.Τ'αναμένα κάρβουνα του πρέπει προ πολλού τα είχε σβήσει στο κατώφλι της καρδιάς της.Έμαθε να ζεί με την ευθύνη του σήμερα,γι αυτό και λαμπάδιασε τα πόδια της και η καρδιά της.Λαμπάδιασε ολάκερη για το αύριο,από το πόνο έβγαλε φως.-Πάμε για άλλα,είπε.Χαμογέλασε,πήρε κουράγιο.Γειά,γειά σου ζωή..

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Το όνειρο τελείωσε,σαν μια εκπληρωμένη αποθυμιά,σαν ένα ταξίδι που τέλειωσε γεμάτο εμπειρίες,σαν την λαχτάρα που ηρεμεί μετα το σόκ,σαν την γλύκα στα χείλη μετά του φιλιού την ηδονή,σαν το μετέωρο χάδι που δεν έχει πιά κορμί για να σκεπάσει,σαν μιά φούχτα νερό στην άκρη μιάς πηγής που στερεύει,σαν τον πόθο που έσβησε μετά την καταιγίδα,σαν της πανσέληνου την ομορφιά που λειώνει σιγά-σιγά και χάνεται,σαν την αγκαλιά που μένει αδειανή κρατώντας μοναχά την ζεστασιά της αγάπης,σαν τον ήλιο που περίλυπος βουτά στα νερά της θάλασσας τα δάκρυά του να ενώσει μαζύ της για να μην φανούν,σαν το λουλούδι που έκλεισε γιατί να το θαυμάσουν δεν είχε μάτια,σαν το πάθος που κλεφτοφιλάει την αγάπη στο κατώφλι της και χάνεται,το όνειρο τελείωσε όμως το ζήσαμε καλή μου,σ'αγαπάω ακόμα..

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

ΤΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ

Στο στήθος μου έγειρες,
τα γυμνά σου πόδια λούζονταν στου έρωτα το ακροθαλάσσι
είχα κόψει θυμάμαι,ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,
και καθώς είχες τα βλέφαρα κλειστά στο πλάι σου το έφερα,
θέλησα τις ομορφιές σας να συγκρίνω..
,αγάπη μου,αγάπη μου,αγάπη μου
εσύ μοσχομύριζες ζωή
εσένα ζήλεψε η ομορφιά και έφτιαξε το τριαντάφυλλο
το ομορφότερο των λουλουδιών
η πανσέληνος το σταρένιο σου έκλεψε χρώμα
όμορφη νάναι και εκείνη
σαίτεψε ο έρωτας τον πόθο και τον παρέδωσε στο χάδι σου
στα σκέλια σου πηγαινοέρχονταν οι ηδονές
χυμοί ζωής καθώς τρέχουν στις αρτηρίες της
και εσύ,εσύ αγάπη μου της αγάπης γέννα
έγειρες στο στήθος μου
 από την ανάσα σου να ανασαίνω την ζωή μου
σ'ευχαριστώ..

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

ΘΕΛΩ ΑΚΟΜΗ ΝΑ ΕΛΠΙΖΩ.

Βγήκαμε στους δρόμους,παγωνιά και παγωμένος αέρας να μην καταλαβαίνει απο σκουφιά,κασκόλ,σηκωμένους γιακάδες γιατί παγωμένες ήταν οι ψυχές.
Με τα ξερόχορτα των αδυναμιών μας,ανάψανε φωτιές οι προδότες,όχι απο κείνες που ζεσταίνουν,όχι,μα απο κείνες που λειώνουν τις αντιστάσεις, που εκμαυλίζουν συνειδήσεις,που αγοράζουνε ανύπαρκτα φιλότιμα.
Κοιτώντας τον δρόμο της ανημπόριας που ετσιθελικά μας μάθανε,χάραξαν πάνω τους τις ζωές μας,σακάτικες ζωές κατά πώς θέλανε αυτοί.
Μας κορόιδευαν που κοιτούσαμε τα αστέρια,που υψώναμε τα χέρια στον ουρανό να τα πάρουμε στις παλάμες μας,δώρο πανάκριβο της ψυχής μα και άκοστο να το προσφέρουμε στην αγαπημένη μας,γιατί ξέρανε τις κοντές ασήκωτες αλυσίδες που μας είχανε δεμένους.
Με απανωτά σόκ,διαρκώς δυνατότερα,παραλύσανε την δύναμη του θέλω μας,νέκρωσαν τις επιθυμίες μας,μας απαγόρεψαν τα όνειρα.
Στην αλεθομηχανή του τίποτα οδήγησαν την σκέψη μας,ευτέλισαν τα ιδανικά μας,απαξίωσαν το εγώ μας.
Κορακοζώητοι φτιάχνουν πτώματα για να τραφούν,να γεμίσουν τις σκατοσακκούλες τους,και αφού ρευτούν,και κοιτάξουν ειρωνικά τους κακομοίριδες,να μιλήσουν έπειτα με στόμφο για το καλό του λαού,και χορτάτοι καθώς είναι να πούνε πως φροντίζουμε εμείς για το καλό του.
Πήραν τους σπόρους για το ψωμί μας και το μετέτρεψαν σε σπορά ασθενειών,διατροφική αλυσίδα,ιοί,πυρινικά,ραδιενέργεια,φτώχεια,εξαθλίωση,και μας είπαν-τώρα ζήστε στην κόλασή σας-.
Αυτήν την ζωή μας τάξανε.
Βγήκαμε στους δρόμους,έλα κράτα με σφιχτά στο πλάι μου,να ζεστάνουμε τις ψυχές μας,έλα και εσύ,και εσύ,και εσύ,να γίνουμε πολλοί,φτάνουν πια τα ψέμματα,μας θέλουνε κοματιασμένους,θα μας βρούνε δυνατούς,μπορούμε και πρέπει να ετοιμάσουμε για τα παιδιά μας έναν κόσμο με χρώματα,και όχι νεκροταφείο των ονείρων τους.

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

TΟ ΜΕΤΕΡΙΖΙ ΤΗς ΑΓΑΠΗΣ

Κράτησα με νύχια και με δόντια το μετερίζι της αγάπης,μάτωσα πολλές φορές από τα πυρρά της αγνωμοσύνης και της αχαριστίας,κουλουριάστηκα στο χώμα,ένα κουβάρι έκανα την ψυχή μου,γιατι με περιτριγύριζε η εγκατάλειψη.Χτύπαγαν και έτριζαν τα δόντια μου τις νύχτες,ο ήχος ήταν της μοναξιάς.
Κράτησα το μετερίζι της αγάπης,πιανόμουν στα χέρια με τον εαυτό μου που μου φώναζε,-φύγε,παράτα τα,δεν αξίζει,μα εγώ έμενα,έμενα εκεί με το όπλο της ζωής στο χέρια.Πείσμωνα,μέσα μου βαθειά ένοιωθα πως θα νικήσω.Είχα βάλει τις όμορφες στιγμές,φαροφύλακες της καρδιάς μου,τις προσμονές μου εργάτες της ψυχής μου που χάραζαν τους καινούργιους μου δρόμους,και πίσω απο το αντικρινό βουνό φανταζόμουν δυό ήλιους να ανατέλλουν αντίς για έναν,ήταν τα μάτια σου.
Κράτησα το μετερίζι της αγάπης,συμμάχησα με την καρτερία,εκτέλεσα μοναχός μου την προδωσία δίνοντάς την συγχώρηση,μα και εξορίζοντάς την στο ξερονήσι της αποστροφής.Στον μικρό χώρο της καρδιάς μου έμαθα να ξεχωρίζω όσα αξίζουν,τις όμορφες ανατολές,τα μαγεμένα δειλινά,τις μουσικές των πουλιών,το γέλιο των παιδιών.Έμαθα να νοιώθω τις μικροχαρές χωρίς να τις αφήνω να περνούν πλάι μου απαρατήρητες,έμαθα τις μικροκακίες να τις πετώ στον γκρεμό των αδυναμιών.
Κράτησα το μετερίζι της αγάπης,κράτησα την καρδιά μου για να έχω καρδιά να σε αγαπάει,αν την έχανα θα έχανα εσένα αγάπη μου,μόνο μια σκιά κάτι σαν μετάνοιωμα σκιάζει λίγο την καρδιά μου,ήταν για κείνη την νύχτα που δεν σε έκανα δική μου,όταν εσύ μου δόθηκες γιατι παραδίπλα ανατινάζονταν ζωές,χωρίς να ξέρω οτι την επόμενη στιγμή μπορεί να ήταν η σειρά μου.
Κράτησα το μετερίζι της αγάπης,για να μπορώ να σε έχω αγάπη μου πρίν να είναι αργά..

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ

Ευχαριστώ για κείνα που μου έδωσες,ακριβοκάρπια της καρδιάς σου,ευχαριστώ για κείνα που θέλησες να μου δώσεις,μακρινά αστέρια του ουρανού σου,ευχαριστώ για τους κτύπους της καρδιάς σου που μου χάρισες,χαρμόσυνες καμπάνες αγάπης στην ζωή μου,ευχαριστώ για τις κρυφολαχτάρες του έρωτα που με κέρασες,γλύκες των χειλιών μου σε αναζητήσεις αμαρτίας,ευχαριστώ για το ονειροπόλο βλέμμα σου,ταξίδι της ψυχής μου στον κόσμο των ονείρων μου,ευχαριστώ για τον τρόπο που φύσαγες του τσιγάρου σου τον καπνό,μέσα του θόλωνα τα βάσανα,ευχαριστώ για του κορμιού σου την φλόγα,στην φωτιά της έλειωνα τους πόθους μου,ευχαριστώ για το ξόδεμα του χαδιού σου στο πρόσωπό μου,μέρευες με κείνο τον πόνο της ψυχής μου,ευχαριστώ για το ομορφόφιλο σε ολάκερο το κορμί σου,γεύση ανικανοποίητη της πεθυμιάς μου,ευχαριστώ για το αντάμωμα των ματιών μας,στο καθρέφτη της ζωής,και κείνο το κρυφοχαμόγελο στα χείλη,τα καταφέραμε ΖΩΗ μου,σ'αγαπώ..

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

ΑΣ

Oλα τα απωθημένα μας τα σέρνουμε στο ανηφόρι της ζωής μας,ας σκίσουμε το σακκί και ένα-ένα ας τα αφήσουμε να κατρακυλίσουν στα γκρέμια του απραγματοποίητου.Εκεί είναι η θέση τους.Τι καρτερούμε τάχα,ώσπου να τα πλησιάσουμε έχει φύγει η ζωή απο το πλάι μας.Μέχρι να τα αγγίξουμε της τυράνιας πιάνουμε το χέρι,και όταν τα αγκαλιάσουμε,τόσο έντονο είναι της ψυχής μας το λαχάνιασμα,που δεν μπορουμε να τα χαρούμε.
Ας αρκεστούμε στα όνειρα καλή μου,ας αρκεστούμε στο σμίξιμο των δακτύλων μας,στα βλέμματα της αγάπης,στο χάδι του έρωτα.Το γλυκό του κουταλιού είναι,κέρασμα της ζωής σε μας.Ας καλωσορίσουμε το χτυποκάρδι του τώρα,νεογέννητο καθώς είναι κάθε στιγμή,μην το αφήνουμε να σβήσει,ας πάρουμε στην φούχτα μας την επιθυμία μόνο,και ας της δώσουμε του μπορώ την μορφή,ας κοιτάξουμε τις όμορφες ανατολές-ελπίδες,πριν αυτές σβήσουν και χαθούν,ξέρεις μπορούμε να περπατήσουμε ανάμεσα στις φυλωσιές των πόθων,η καρδιά δείχνει τον δρόμο,ξέρεις κάτω απο το αραχνούφαντό σου φόρεμα μπορώ να βρώ τον αφαλό του κόσμου,και μόνιμος να γίνω περιηγητής του,δεν ζητάω πολλά μάτια μου,ξέρεις το νοιάξιμο για της καρδιάς τα μελώματα,πιό ακριβό είναι απο την κατάκτηση κάποιου απωθημένου,γιατί μπροστάρησα έχει την αγάπη,ξέρεις η χαρά είναι κρυμένη πίσω απο το ανοιγόκλειμα των βλεφάρων σου,όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή μπορείς και το κάνεις,και ύστερα επειδή μπορείς να με θωρρείς.
Θηλιά τ'απωθημένο που γύρω απο τον λαιμό μας σφίγγει όλο και περισσότερο,δίχως να το καταλάβουμε,τόσο που η τελευταία ανάσα μας ένα τεράστιο ζωγραφίζει γιατί,για της ζωής το άδικο..

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

ΦΤΑΝΕΙ

Φωνές πνιχτές φοβισμένα ουρλιαχτά,συνομωσίες με τον εαυτό μας,σχέδια απόδρασης,κρυφές επαναστάσεις,λάβαρα,φόβος,μελαγχολία,υποστολή της ζωής.Χαράζει η μέρα και η χαρακιά της χαράζεται καμτσικιά στο κορμί μας,γιατί δεν έχει ελπίδα.Οι ηλιαχτίδες της σπαθιά που καρφώνονται πάνω μας,γιατί δεν έχει ελπίδα.Το αργόσυρτο ανέβασμα του ήλιου,γολγοθάς της καθημερινότητας,γιατί δεν έχει ελπίδα.Η νύχτα παγερή,να κάνει ένα τόσο δά σβολάκι την ψυχή,έτοιμο να κατρακυλίσει στον χαμό.
Ανάσες,γρήγορες ανάσες,πολλές ανάσες,οξυγόνο,ζωή,οξυγόνο,ζωή,σπρωξιές στον θάνατο,και αγέρας,πολύς αγέρας να φουσκώσει τα στήθη,να σηκωθούμε απο τα καταγώγια που μας ρίξανε,να σηκωθούμε απο την γή,να ανέβουμε στου εαυτού μας τις βουνοκορφές,νέες να σαλπίσουμε αρχές,γιουρούσι να τους κάνουμε,δεν θέλουμε άλλο να νοιάζονται για μας,φτάνει τόσο,να γκρεμίσουμε τα σπιτικά της κατάντιας που με τόσο ζήλο,και θέρμη,και φροντίδα κτίσανε για μάς,την υποκρισία τους βρόγχο να κάνουμε γύρω στον λαιμό τους,τα ψέμματά τους παιδιά που θα του περιγελούνε όπως τους τρελλούς,όχι άλλο νοιάξιμο,ίσαμε εδώ,τώρα νοιαζόμαστε εμείς τους εαυτούς μας,για τα παιδιά μας.

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

EΓΩ

Εγώ,εγώ που δεν μπόραγα μια σπιθαμή να σηκωθώ από την γη,στους ουρανούς σου πέταξα,εγώ που φοβόμουν μην πνιγώ στης στάλας το νερό,στους ωκεανούς σου ανοίχτηκα,εγώ που έψαχνα ίσκιους να κρυφτώ,γυμνός αφέθηκα στην λάμψη των ματιών σου,εγώ που κράταγα σφιχτά τους κτύπους της καρδιάς,μη τάχαμου τελειώσουν,τώρα αλόγιστα τους σπαταλώ για μιά σου ανάσα μονο,εγώ που στα ταξίδια μου ήθελα πάντα νάμαι ασφαλής,τώρα απερίσκεπτα ορμάω στους γκρεμούς σου,εγώ που τα όνειρα περιέπαιζα,και έλεγα,-έλα μωρέ όνειρα είναι,-τώρα ταξιδυτής τους έγινα,και της επιθυμίας καβαλάρης,εγώ που με τον πόθο έπαιζα κρυφτό,τώρα αρματωμένος βγαίνω μπρόσ του,και τον ξεδιψώ απο της ηδονής τα χείλη,εγώ αγάπη μου εγώ,δεν ήξερα να ζώ,και μ'ένα δικό σου σ'αγαπώ,μ'έμαθες αγάπη μου να ζώ.

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

ΠΗΡΕΣ

Πήρες κάτι συντρίμια της καρδιάς να κτίσεις του έρωτα βασίλειο,έριξες και δάκρυα βροχή τις φωτιές να σβήσεις των καημών.Έστρωσες των φιλιών σου τις χαρές,απάνω τους να ξαποστάσουνε οι θλίψες,των ματιών σου χάρισες το φώς να φοβηθούνε τα σκοτάδια.Σκάλισες με τα χέρια σου τα αποκαίδια της ζωής,την σπίθα της να βρείς,έπεσες στην άββυσο για νάβρεις την ελπίδα.Στα χέρια σου κουβάλησες νερό,να μείνει το όνειρο ζωντανό,στο κατώφλι ξενύχτησες του ωχ,χαρά για να το κάνεις.
Πήρες κάτι συντρίμια της καρδιάς,σπιτικό να κτίσεις της αγάπης,παραθυρόφυλλα έβαλες τα φύλλα της καρδιάς σου,και αγέρι του το άρωμά σου.Το στόλισες με προσμονές,και με κρυφές λαχτάρες,ξόδεψες τις ανάσες σου ζωή νάναι γεμάτο.Στο κατώφλι του έβαλες προσκαλέστρα την ζωή,και ύστερα μου άπλωσες το χέρι,εγώ για να περάσω..

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

ΑΓΑΠΗ

Πέρναγε η ζωή απο μπροστά,και εγώ ακολουθούσα τις ροδιές της.Ήταν εκείνη που της έδειχνε τον δρόμο,εκείνη που την γέννησε ο έρωτας,εκείνη που πυρπολημένη απο τον πόθο,έβαλε φωτιά στις προσμονές μου,εκείνη που μάγεψε την ανατολή,εκείνη που με την ομορφιά της αποπλάνησε την δύση.Εκείνη ήταν που μπόραγε να σε κρατήσει στην μέση του γκρεμού,με αμαρτία να σε μεθύσει,να γειάνει τις πληγές με ένα της χάδι.Εκείνη που με την ματιά της σκόρπαγε φως,που από τις πηγές της ανάβλυζε ζωή,που της χαράς το απρόσμενο στο περνούσε δαχτυλίδι.Εκείνη που το άπειρο χώραγε στην φούχτα της,που δάμαζε της ανημποριάς το αγέρι,που έστηνε φωλιές να κατοικήσουν οι αγάπες.Εκείνη ήταν που όλος ο πόνος μιά ανάσα της,και η ανάσα της μια παρηγοριά,και η παρηγοριά της δύναμη,και η δύναμη κτύπος της καρδιάς,κι ο κτύπος της καρδιάς,της ζωής ο κύκλος.Εκείνη που στ'ακροδάχτυλά της μερεύαν οι αναποδιές,που στα χείλη της η στέρηση ξεδίψαγε,εκείνη ήταν που με την καρδιά της εκπλήρωνε της ζωής τα τάματα.
Αγαπημένη μου γέμισα από αγάπη,δεν μου χρωστάει τίποτα η ζωή,έλα δόσ μου το χέρι σου,τώρα είμαι εγώ εδώ για σένα,μιά ζωή μου χάρισες,σου χαρίζω δέκα,και πάλι λίγες είναι,πάντα θάχεις μία να τραβάς,όταν θα σώνεται καμία,μη φοβάσαι Σ'ΑΓΑΠΩ.

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

ΟΙ ΑΦΡΟΝΕΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ

Ξανάκουσε τα ουρλιαχτά των ανθρώπων.Άγρια θηρία ορμούσαν γεμάτα παράνοια,να ρημάξουν,να σκοτώσουνν να σπείρουν δίχως ίχνος λογικής,μύριοιυς καρκίνους σε αθώες ψυχές,μα το κυριότερο να τις λεηλατήσουν.Δεν ήταν μίσος αυτό το ουρλιαχτό,η κορύφωση ήταν της παράνοιας,του μεγάλου εγώ,της απόλυτης αλαζονείας.Ήταν το μοβόρο θηρίο που έτρεφαν μέσα τους,πέντε-δέκα κομπλεξικοί,μαλάκες,ανέραστοι,που κάποιοι ξεφτίλες τους δώσανε την εξουσία,και κάποιοι τιποτένιοι τους προσκύνησαν.Φρίκη,παντού φρίκη.Φρίκη στις ψυχές,φρίκη στα σκορπισμένα πτώματα τριγύρω,φρίκη στα ακρωτηριασμένα παιδιά,φρίκη στα γεμάτα απόγνωση ματάκια τους,φρίκη,φρίκη,καιο Θεός να απουσιάζει τούτη την ώρα.
Σώπασε,τι είχε να πεί.Ο θρήνος του φαίνονταν κοροιδία.Σώπασε,τα βουρκωμένα μάτια που μαρτύραγαν τον πόνο,αστεία του φαίνονταν κι αυτά.Ποιά λύτρωση και ποιά εξιλέωση για την κατάντια του κόσμου.Φτάνανε άραγε λίγα δάκρυα για τα τραυματισμένα παιδιά,για τα ακρωτηριασμένα παιδιά,για τα πεινασμένα παιδια;Βούλιαξε πιο πολύ στην πολυθρόνα του,θές απο ντροπή,από πόνο θές,ή θές από απόγνωση..

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

ΕΦΥΓΕΣ

Nύχτωσε.Η απουσία σου τράνεψε τους στεναγμούς της μοναξιάς,λυποψύχισε το φεγγάρι,χλώμιασε και κρύφτηκε μισό,πίσω απο τα σύννεφα της λύπης.Κάλπαζαν οι θύμισες ποδοπατώντας τα χαμένα όνειρα,και τα αγκαθωτά γιατί μάτωναν τις αδικοχαμένες προσμονές.Θυμάμαι πως είχες πλέξει ποθοστέφανα στον έρωτα να τα φορέσουμε στην καρδιά μας,θυμάμαι πως είχες γράψει με ερωτολούλουδα το σ'αγαπώ στην μέση του ουρανού μας,και πως σου ζήτησα εγώ να σκορπίσεις την ανάσα σου τριγύρω μου να μπορώ εγώ να ζω.
'Εφυγες.Κίτρινα φύλλα οι αναμνήσεις,σαπίζουν πεσμένες κάτω απο τα δάκρυα του ανέλπιδου αύριο,πίσω απο το απρόσμενο της χαράς κρυμένη ήτανε η θλίψη,έφυγες και μπόρεσε η ευτυχία του έρωτα να γεννήσει τον καημό του.Έφυγες,και στης ψυχής τα διαβατάρικα πουλιά σπάσανε τα φτερά τους.Τώρα πως να ταξιδέψω,και που να πάω αφού όλα γύρω μου γινήκανε ερημιά.
Μελένια μου την μεταλαβιά του έρωτα ήπια απο τα χείλη σου,μα έγινα πιο αμαρτωλός,τώρα μου λες να αγιάσω στα ερημητήρια της μοναξιάς,μάτωσα απο το πάθος,και τώρα δεν έχω το χάδι σου ίαμα για τις πληγές μου,μήτε την ανάσα σου να ζεστάνει την ψυχή μου.
Μελένια μου σε καρτερούσα πάντα στης ζωής την άκρη,ένα σου βλέμμα ήταν αρκετό,εγώ καταλάβαινα,ή στην άβυσσο να πέσω,ή την πόρτα ν'ανοιξω του παράδεισου.Ξέρεις,τα απομεσήμερα η αγκαλιά σου το ξαπόσταμά μου ήταν,μέσα της έμπαζα μόνο τις χαρές,τις πίκρες ερμητικά τις κλείδωνα απ'έξω,και ήταν της ζωής μου η φωλιά.Ξέρεις στο αμόνι της ύπαρξής μου σμίλεψα την μορφή σου,με αγάπη και έρωτα να μην σε ξεχωρίζω απο μένα,τώρα η απουσία σου λεηλάτησε την ψυχή μου.
Το κακοτράχαλο ανηφόρι της απόγνωσης που ανοίχτηκε μπρός μου θα το διαβώ καλή μου,θα πάρω για παρηγοριά και κουράγιο τις όμρφες στιγμές μας,ίσαμε να φτάσω στην κορυφή του,θα έχω την ανάσα που μου έδινες να ζώ,δροσιά στο πυρωμένο μου μέτωπο,τα φιλιά σου για μετάγγιση ζωής,ξέρω πως ούτε τώρα θα με αφήσεις μοναχό μου,μαζύ θα πορευόμαστε στις ασυναρτησίες της ζωής..

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

ΟΙ ΚΑΛΟΜΑΓΙΣΣΕΣ

’Ετρεξε σε μια πόλη που στα προάστιά της είχανε μαζευτεί οι μάγισσες όλου του κόσμου.Εκεί πήγε,εκεί αντάμωσε γριές ξεδοντιάρες,μα πολλές από αυτές ήταν και υπέροχες,που είχανε φάει την ζωή με την κουτάλα,που είχανε μάθει όλα τα μυστικά της,που είχανε γευτεί τις γεύσεις της όλες.Αυτές είχανε μαζέψει τα βότανα όλα,και μ αυτά λειώναν τον καημό,σκόρπιζαν τον πόνο,μεθούσαν την αγάπη,μάζευαν το κουράγιο,μάκραιναν την υπομονή,ποτίζανε την δύναμη.Σαν μπήκε στο κονάκι τους δεν έλεγε να βγεί.Μάζευε-μάζευε,γνώσεις,τερτίπια, καμώματα.Ήθελε να μάθει όσα γίνονταν και όσα μπορούσε περισσότερα.Του έδειναν να πιεί από το ποτό που οι ίδιες έφτιαχναν,και αυτός αξεδίψαστα το έπινε.Χάνοταν ο νούς, και η ψυχή αντάμωνε μαζύ του,σε εξωκόσμια μέρη,εκεί που δεν ξεχώριζε η τρέλλα από την λογική,το σωστό από το λάθος,η ανηφόρα απο την κατηφόρα. Εκεί δεν μπόραγες να δαλέξεις,δεν ήθελες,και δεν ήξερες.Κάποτε μια γριά γοργόνα,του έφερε από τα βάθη της θάλασσας,ένα φυτό,που αφού το ανακάτωσε με κάτι άλλα,το έκανε σαν αλοιφή,και το άπλωσε πάνω στο παξιμάδι του.
-Φάε του είπε,μ αυτό θα γνωρίσεις την απεραντοσύνη, όχι μόνο του κόσμου,μα και του νού.Αυτό του είπε που τώρα θαρρείς τρέλα,τίποτα μπορεί να μην είναι,ή να είναι η μεγιστοποίοιση της λογικής.’Ετσι του είπε και ξαναβούτηξε στα απέραντα πελάγη,ώσπου να ξαναεφανιστεί και κάτι καινούργιο να του φέρει.Είχανε τον τρόπο τους αυτές οι γριές. Μήτε μίζερες ήταν,μήτε ανάποδες,ίσα-ίσα γλυκές ήταν και γεμάτες από όλα,κ ι όλα αυτά γιατί δεν ήταν στερημένες.Όλα τα έζησαν, όλα τα γεύτηκαν.Τώρα έφτιαχναν τα φαρμακοβότανα για άλλους,για όσους ήθελαν πραγματικά να τα γνωρίσουν.
Μια άλλη γριά ξελύστρα,έτσι την έλεγαν,όχι μόνο για τα ξέπλεκα ανθρακί μαλιά της,μα κυρίως γιατί μπόραγε να λύνει τα προβλήματα,μια μέρα που τον είδε κάπως κατσούφι,τον φώναξε στο πλάι της .
-Έλα κάθισε του είπε,και πες μου γιατί τρέχεις τον νου σου,σε απάτητες για σένα κορυφές.
-Τίποτα του είπε δεν είναι απάτητο,και τίποτα δεν είναι πιο κοντά μας,όταν θέλουμε να το δούμε και να το φτάσουμε.Πέρασε το ρυτιδιασμένο της χέρι στα μαλιά του.Κάτι σαν ευλογία τον κυρίεψε. Αν μάθουμε του είπε να ηρεμούμε τον θυμό,αν μάθουμε να τιθασεύουμε τον πόνο,αν απορίψουμε όλα τα γιατί,τότε το πρόβλημα το κάνουμε δικό μας, και την λύση του πιο προσιτή.
-Ξελύστρα πραγματική μονολόγησε.Πόση αλήθεια είχανε τα λόγια της.
Εκεί που κάθονταν ανακούκουδα στο σαλόνι του νου,από απέναντί του έρχονταν σιμά του,μιά κυρά,γριά δεν μπορούσες να την πείς,γιατί δαύτη δεν μπόρεσε να την νικήσει ο χρόνος,παρ όλο που πέρασε απο πάνω της.Τα μαλιά της τα είχε μαζεμένα πίσω,τα χαραχτηριστικά της παρέμεναν ίδια με αυτά της νιότης της,η κορμοστασιά της λαμπάδα αναμένη στο ναό της ομορφιάς.
-Τι συλογάσαι,τον ρώτησε.Μήπως τι είναι έρωτας και πως είναι η αγάπη;Ποιό το μεγαλείο τους, και ποιά η κατεσχύνη,γιατί κι απο δαύτη μπόλικη υπάρχει,αν χαμηλά κατρακυλίσεις,ποιό το σκίρτημα,και ποιό το ανάθεμα,γιατί η χαρά προς τι το δάκρυ,γιατί το παίδεμα,γιατί ο παιδεμός.
-Ξέφυγε απο τα δεύτερα του είπε και τότε όλο σου το είναι θα ζεί γι αυτά τα δύο,την αγάπη και τον έρωτα.
Όλα του τα εξήγησε χωρίς καν να προλάβει να ρωτήσει.
-Τι είναι τούτες μωρέ σκέφτηκε.
-Έιι... άκουσε μια φωνή,τώρα που έμαθες αρκετά,τράβα να γνωρίσεις και της πουτάνες της ζωής.
-Χωρίς αμαρτίες δεν υπάρχει συγχώρηση,χωρίς πάθος δεν υπάρχει ζωή,η ισάδα είναι για τους τεμπέληδες που λάθρα ανέβηκαν στο τρένο της.Οι πουτάνες θα σε ξεναγήσουν στις ομορφιές της,μαζύ τους θα πιείς το ποτό της, κοντά τους θα γευτείς λίγη από την ευτυχία της.Αυτές θα σε μεθήσουν με τα φιλιά του πόθου,μαζύ τους θα ταξιδέψεις στα όνειρα.
-Μη κάθεσαι του είπε,όσα περισσότερα προλάβεις τόσο πιο γεμάτος θα γυρίσεις.
-Τράβα του είπε,όσο πιο μακρύ το ταξίδι,τόσο πιό γεμάτα τα αμπάρια των αναμνήσεων.
Πριν ξεκινήσει το μάτι του έπεσε σε μια γριά χοντρή που φαίνονταν καλοσυνάτη,και που ζέσταινε την αγκαλιά της μπρός σε ένα μαγκάλι γεμάτο με αναμένα κάρβουνα.Δεν ήταν κάρβουνα,ήταν η πείρα της,ήταν η αγάπη της για τους ανθρώπους.Ζέσταινε τον κόρφο της ναρθεί να φωλειάσει ο πικραμένος,να αφήσει εκεί το παράπονο του ο παραπονεμένος,να λυτρωθεί ο αδικημένος.Δέχονταν τα βάσανα ολωνών,και μετά τα έλειωνε σιγά-σιγά στο μαγκάλι της καρδιάς της.Ξελάφρωναν οι άλλοι,χόντραινε αυτή, μα καθόλου δεν την πείραζε,είχε τον τρόπο της,έτσι ώστε πάντα να αφήνει αδειανά κομάτια της ψυχής να καλοδεχτούνε κι άλλους που θα ζήταγαν το αποκούμπι της αγκάλης της.
-Τι μεγαλείο Θεέ μου αναφώνησε.
Έβαλε τα χέρια της στην μέση και τον κοίταξε κατάματα. Φόραγε ένα κατακόκκινο λεπτό φόρεμα με τιράντες στους ώμους.Τι κι αν ήταν κι αυτή μιας κάποιας ηλικίας.Τα χρώματα μπορούσαν εύκολα να παίζουν ακόμη με τα χρόνια.Μα και το βυζί έστεκε ακόμη στην θέση του,τόσο που τσίτωναν οι ρώγες το λεπτό φόρεμα.
-Έλα θα σου ξομολογηθώ ένα μυστικό,του είπε.
-Εμένα απο μικρή με ρίξανε στα πεταμένα.Εκεί που ήταν τα άχρηστα,πλάι στα σκουπίδια.Εκεί που λες,
από ανάγκη,έχωνα τα νύχια μου στην γη,το προτιμούσα απο το να τα χώνω στην σάρκα μου.Σιγά –σιγά σκαλίζωντας,βρήκα κάτι σπόρους,της υπομονής ήταν,της δύναμης ήταν,δεν ξέρω θα σε γελάσω.Από αυτούς τους σπόρους βλάστησαν κάτι ομορφολούλουδα,τι να σου πω,είχανε κάτι εξαίσια χρώματα,θαρρώ πως ήτανε του πείσματος και της ελπίδας.Τα πήρα και εγώ και από αυτά έφτιαξα κάτι σαν ροδόσταμο,που μια σταγόνα αν πιείς,τίποτα δεν θα φοβάσαι,και όλα θα τα υπερνικάς.
-Έλα πάρε αυτό το μπουκαλάκι,σε φτάνει για δέκα ζωές.
-Δεν θέλω για δέκα,για μία θέλω,ψέλισε,και από μέσα του έμεινε άναυδος με την τόση γεναιοδωρία. Ο Χορτασμένος ποτέ του και τίποτα δεν τσιγκουνεύεται,ας είναι και η ίδια του η ζωή.
-Γειά χαρά σας τις κούνησε το χέρι και τις αποχαιρέτησε,τώρα ξέρω είπε τι είναι ζωή,τώρα μπορώ να γεμίσω απο δαύτην,ΓΕΙΑ ΧΑΡΑ, και σας ευχαριστώ,πολύ σας ευχαριστώ.

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ

-Ξέρεις πρέπει να σταματήσουμε.Τα λόγια της μαχαίρια,μα γλυκά θαρρείς τα δέχτηκε.Την αγαπούσε πολύ,και με τίποτα δεν ήθελε να την πικράνει.Αφού εκείνη το ζητουσε,αυτός θα το δεχότανε.
-Πρέπει του είπε αγάπη μου, πρέπει.
Ναι πρέπει πήγε να πεί.Τι άλλο μπορουσε να κάνει;Την αγαπούσε και ας άδειασε με μιάς.Το μεδούλι της χαράς του άδειασε απο το διάφανο δισκοπότηρο του έρωτα και χύθηκε καταγής.Τα χέρια του κρέμασαν σαν κλαριά ξεραμένα.Τα είχε ταμένα για το χάδι του έρωτα στο κορμί της,για το άγγιγμα της αγάπης,για το μάλαγμα του πόθου.
Έχω εσένα έλεγε,και έχω την ζωή.Τώρα τι?
-Έλα,έλα αγαπημένη μου να ξαποστάσουμε λίγο,έλα νεραιδοχαιδεμένη μου,έλα φως μου.
Καθάρισε ένα μέρος στον πυκνό ίσκιο,και την κάλεσε να καθίσει.
Δίπλωσε τα πόδια της και τύλιξε τα χέρια της γύρω στα γόνατά της,ακούμπησε το μάγουλο πάνω τους,μισόκλεισε τα βλέφαρα.Το φουστανάκι της ανάλαφρο,αέρινο,καλοκαιρινό,σηκώθηκε στην μέση των μηρών.Από κάτω ένα μικρό λευκό υφασματάκι έφραζε την είσοδο στην πύλη της ζωής,στης αμαρτίας την πηγή,στο μεθύσι του πόθου.Εκεί χάνεσαι και ξαναγεννιέσαι,εκεί την ομορφιά του έρωτα γεύεσαι,εκεί αστραποβολάς εκεί μερεύεις.
Κάθισε πλάι της και την αγκάλιασε απο τους ώμους.Σήκωσε το κεφάλι της από τα γόνατα και το έγειρε στο στήθος του.Την γλυκοφίλησε στα μαλιά,στο μάγουλο,στην άκρη των χειλιών της.Έγειραν πίσω,ολάκερη την πήρε τώρα στην αγκαλιά του.Το χάδι σε ρυθμούς λατρείας περιδιάβαινε το κορμί της.Την κοίταγε στα μάτια σαν να κοιτούσε την αγαπημένη των θεών.Η ψυχή του ήταν γεμάτη απο αγάπη,από έρωτα γεμάτη.Απαλα της ξεκούμπωσε το φόρεμα,ένα κορμί απο πόθο σμιλεμένο φανερώθηκε μπρός του.Το ήξερε μα πάντα το αναζητούσε με περισσότερη ένταση.Ζούσε γι αυτό.Η ηδονή προσπέρασε τα άλλα συναισθήματα και μπήκε μπροστάρισα στο κυνήγι της ευτυχίας.Την φιλούσε παντού,πότε σαν σε προσκύνημα,πότε σαν νάτανε η τελευταία φορά.Χαλάρωσε,γλύστρησε μέσα της,και μετά απο στιγμές-αιώνες,άφησε εκεί την ψυχή του.Έμεινε να την κρατα ώρα πολύ στην αγκαλιά του,δίχως να ανασαίνει σχεδόν,μη τυχόν ταράξει το όνειρο,μη τυχό τρομάξει την χαρά.
-Σ'αγαπώ,σ'αγαπώ,σ'αγαπώ.
-Κι εγώ σ'αγαπώ του είπε και σφάλισε τα μάτια.
Ένα δάκρυ ξέφυγε βουβό απο τις άκρες τους,ήξερε πως ήταν η τελευταία φορά.

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ Η ΔΥΝΑΜΗ

Απίστευτος έρωτας.
Πως μπορεί μιά καρδιά να χωρά τόση αγάπη;
Ασύνορη,εκστατική,θεική,τέλεια.
Πως μπορεί μιά καρδιά να νικά την τυράνια όλη,την θλίψη όλη,τον πόνο όλο,
σε μιά μόνο στιγμή που το χάδι ΕΚΕΙΝΗΣ θα δεχτεί.
Πως μπορεί μιά καρδιά να σκιάζει τον παντοκράτορα ήλιο,
γιατί τα μάτια λάμπουνε ΕΚΕΙΝΗΣ;
Πως μπορεί μια καρδιά το απρόσμενο να κάνει προσμονή,
την απαισιοδοξία ελπίδα,το δάκρυ πανάκριβο μαργαριτάρι;
Πως μπορεί μια καρδιά με μιά σταλαγματιά από την δροσιά ΕΚΕΙΝΗΣ,
να σπείρει ολάκερο τον κόσμο με ερωτολούλουδα;
Πως μπορεί,πως γίνεται ακριβή μου;
Σήμερα καθώς σε θωρούσα,και το χάδι μου ταπεινός ήταν προσκυνητής σου,
στο κορμίκαι την ψυχή σου,γνώρισα την έκσταση όλη της αγάπης.
'Ηταν όλη μαζεμένη στην ανεξάντλητη ομορφιά σου.

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

ΠΟΛΗ

Μια ματιά αλλά όχι η μόνη απο τις τόσες που μπορείς να την δείς.
Καταλάγιασαν οι εικόνες της ψυχής.Μετά από μια νυχτιά έρωτα με την ζωή,ξημέρωσα στο παραθύρι ατενίζοντας τα νερά του Βόσπορου.Φορτωμένα ήταν καράβια,αμέτρητα καράβια,που πηγαινοέρχονταν πάνω-κάτω,πάνω-κάτω,όχι πέρα-δώθε,στενά ήταν,αδιάκοπα,ακατάπαυστα,με τα φώτα τους,ξέρεται πως είνα τα καράβια τις νύχτες,φορτωμένα με φώτα απο την μιά άκρη τους ως την άλλη,να παίζουν ή να παλεύουν με την χαραυγή της μέρας,άσχετα αν κάθε ξημέρωμα αυτά ήταν οι ηττημένοι.
Απαλοφίλησα την ζωή,την πήρα απο το χέρι και βγήκα.Η μέρα χάραξε και φανέρωσε τους επτά λόφους της,και όπου κι αν ήσουν,σε όποιον επάνω απο τους επτά,έβλεπες τους άλλους τριγύρω σπαρμένους με κτίσματα διάφορα,και μιναρέδες,και θάλασσες,θάλασσα απο δώ,θάλασσα απο εκεί,από πάνω θάλασσα,και γέφυρες.
Η ζωή μου χαμογέλαγε κείνες τις μέρες,ευχαριστημένη ήταν σαν παιδάκι που του φέρανε το δωράκι που περίμενε,ή σαν τάμα πο εκπληρώθηκε.
Μαζύ της φτάσαμε στην διπλή γέφυρα του Γαλατά,μείναμε στην άκρη της κοιτάζοντας τα στοιχισμένα καλάμια που ρίξανε στην θάλασσα το αόρατο αγκίστρι της ζωής,σαν να θέλανε να την σώσουν,και μήπως έτσι δεν ήταν;ότι θα έπιαναν σ'αυτήν θα το έδιναν,όνειρα και ελπίδες και κουράγιο και υπομονή,γιατί με το σαράκι της πείνας να τρώει τα σωθικά σου τίποτα από αυτά δεν μπορείς να κάνεις.Άνθρωποι στην σειρά,ίδια εικόνα κάθε μέρα,κάθε ώρα,κάθε στιγμή,μα μιά μαγική εικόνα,σαν εκείνη που είχαμε παιδιά,που όταν την γέρναμε λίγο,άλαζε χρώματα,έτσι και τώρα,εικόνα ίδια άλλοι άνθρωποι.Οι μισοί ήταν ακουμπισμένοι στο παραπέτο της γέφυρας και ψαρευαν το τροφόνειρο στον Κεράτειο,οι άλλοι μισοί πίσω τους στον Βόσπορο το ίδιο τροφόνειρο.
Ευχηθήκαμε να είναι καλή η ψαριά τους,και φύγαμε για τα σοκάκια της.Γεύσεις,μυρωδικά και αρώματα παντού,και παζάρια πολλά παζάρια,μικρά-μεγάλα,που μέσα τους είχαν στολισμένη την πραμάτεια τους,ότι και νάτανε,απο κοσμήματα χρυσό,που στραφτάλιζαν κάτω από τα φώτα των βιτρινών,έως γαλότσες,απο ψάρια έως το μικρότερο φακές,όλα στολισμένα και σχεδιασμένα,όχι αφημένα και πεταμένα,έτσι ώστε να προσελκύουντον επισκέπτη-παζαρτζή.
-Τόσα δίνω-πόσα θές.
Πολύβουη ζωή.Γεύσεις,μυρωδικά,και αρώματα,και φωνές,πολλές φωνέςνα διαλαλούν την ύπαρξή τους.Κόσμος,κόσμος πολύς,δεν υπάρχει εδώ έρημο μέρος,μοναξιά μπορεί,μα έρημο όχι.Είκοσι εκατομύρια γυροφέρνουν τους ίσκιους τους,όπου μπορείς να φανταστείς,σε μιά πόλη χοάνη που προσπαθεί να τους χωρέσει όλους απλώνοντας την αγκαλιά της στους γύρω λόφους.Του πολυάνθρωπου επιβεβαίωση το Ταξίμ.Μιά πλατεία και ένας δρόμος-πεζόδρομος χιλιομέτρων,απο την πλατεία ίσαμε τον πύργο του Γαλατά κατάμεστος απο ανθρώπους.Στέκεσαι στην αρχή του,και έως πέρα μακριά που χάνεται η ματιά,βλέπεις μοναχά κεφάλια,και αναρωτιέσαι αν αυτό που βλέπεις είναι αλήθεια,τόσος κόσμος να ανεβοκατεβαίνει ανάμεσα απο τα καφέ,τα σοροπιαστά,τις πίτες,και τις γυναίκες να ανοίγουν φύλλο καθισμένες οκλαδόν στις βιτρίνες των μαγαζιών.
Ανακατεμένοι όλοι,οι φερτζέδες με τα μίνι,οι κουρελήδες με τα κουστούμια,οι νέοι με τους γέρους,η ανατολή με την δύση.Ένα μελίσσι πολύβουο,που γυροφέρνει την όποια ζωή του στις κυψέλες αυτής της πόλης.Κόσμος πολύς,μα απέραντη κα ι η ομορφιά της.Τα παράλιά της υπέροχα κατάφυτα απο βλάστηση και όμορφα κτίρια,τα νησάκια της σκορπισμένα στον Βόσπορο γέννες της βασίλισας,το λέει άλλωστε και το όνομα του πρωτότοκου,Πρίγκηπος νησί γεμάτο Ελλάδα.
Κάτι που επίτηδες για το τέλος άφησα,ρίζες,ρίζες Ελληνικές παντού.

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

ΕΡΩΤΑΣ

Μια φλόγα είναι ο έρωτας που σε σιγοκαίει,ένα αγέρι που σε συνεπαίρνει,ατίμονο σε αφήνει σε ανοιχτές θάλασσες,χωρίς να θέλεις να βρείς λιμάνι,παρά μόνο ποθόκορφους να το ζήσεις.
Ο έρωτας ανυπόμονος είναι,θέλει να τρέξεις ξοπίσω απο το όνειρο,και να το προλάβεις,ειδαλλιώς θα σε πάει στης μοναξιάς του τα στενά,να μιλάς με την σιωπή σου.
Ενα καλοκαίρι είναι ο έρωτας,θέλει να γυμνωθείς μπροστά του,ώστε να δεχτείς και να γευτείς κάθε ζεστόχαδο,να μάθει την αλήθεια σου,αν του κρυφτείς πίσω του έχει παγωνιά,σου παίρνει το πανωφόρι της ψυχής σου,και ξέσκεπο σ'αφήνει να προσπαθείς να κρύψεις τις ντροπές σου που δεν τον νοιάστηκες.
Ενα φυλλαράκι είναι ο έρωτας,παίρνει τους χυμούς της ζωής,πρασινίζει,και ανεμίζει στα καλέσματά της,αν έρημος μείνει,κίτρινος με ένα μικρό άκουο αχ,πέφτει καταγής κρατώντας στην πτυχή του το δάκρυ του πονεμένου.
Αμαρτία είναι ο έρωτας,και αγιοσύνη,ζωή και ζωή.

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

ΜΑΘΕ

Μάθε σε παρακαλώ που είναι το χαμόγελο, σε ποιές φυλωσιές κρύβεται η χαρά, απο ποιές χαραμάδες προσπαθεί να τριπώσει η ελπίδα, πίσω απο ποιά σύννεφα θέλει να προβάλει ο ήλιος της ψυχής,πότε κοντoζυγώνει η αγάπη, απο που είναι η αφετηρία του έρωτα ,έρωτας για όλα,κι αν τέρμα του υπάρχει,πότε μπαίνει μπροστάρισα η αλήθεια, και ποιά λουλούδια σκορπούν το άρωμα του πόθου,που είναι τα εύφορα χωράφια της ομορφιάς,σε ποιούς βράχους κρύβεται η προσφορά,ποιά κρυστάλινα νερά κουβαλούν την δίψα για όλα ετούτα,μάθε σε παρακαλώ που είναι η ζωή,για εκεί να ξεκινήσω,γιατί τούτο εδώ που ζούμε μόνο ζωή δεν είναι.
Μάθε ακόμη σε παρακαλώ γιατί λείψανε οι αγκαλιές,πες μου και για την ειρήνη αν μαγική εικόνα είναι, και πες μου δυό λόγια μοναχά για την αντίσταση σε όλα που χαραμίζουν την ζωή.
Μάθε,μαθε σε παρακαλώ γιατί η απληστία θόλωσε τα νερά των ποταμών,γιατί τόσο πολύ συνιθήσαμε την οσμή του θανάτου, τόσο πολύ ξεφτιλήστηκε η ζωή.Μάθε σε παρακαλώ που είναι οι γαλήνιες θάλασσες, γιατί όλες ανταριασμένες είνα απο αγωνία,μάθε σε παρακαλώ που ειναι τα κρυσφήγητα της ζωής, θέλω να τα βρω και μαζύ της να αμαρτήσω .

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

ΘΛΙΨΗ

Σαν σε είδα ψες που ήσουνα θλιμένη,σαν απο τα όνειρά σου νάσουνα αδειανή,σαν να σου στέρησαν όλες τις χαρές, σαν ξαφνικά να νύχτωσε η ζωή,σαν το συρματόπλεγμα της πίκρας το κατώφλι σου να έχει φράξει,μη τάχα μου μπορέσουνε και μπούνε οι ομορφιές του κόσμου, ποιό δυνατά σου φωνάζω έλα.
Σε είδα ψες που ήσουνα θλιμένη,σαν μείον να ήταν ο απολογισμός,σαν των ματιών σου η βροχή να μαρτύραγε τα μύρια του βίου σου γιατί,σαν προσκαλεσμένος νάτανε ο πόνος, δίχως το δικό σου έλα,σαν να ταξίδευες ίσαμε τα τώρα, με ψεύτικες εικόνες αυτών που προσδοκούσες,έλα,έλα σου ξαναφωνάζω.
Σε είδα χθες που ήσουνα θλιμένη,μα έλα και γείρε στο πλάι μου λίγο,το κουράγιο βάζει πλάτη για να στηριχτείς,και η αγάπη στην μάχη ρίχνεται για σένα,και ο έρωτας στην στράτα τρέχει της προσμονής,χαμογέλα, το καράβι μας άνοιξε πανιά και μας περιμένει.
Μήπως και εγώ δεν έχω τα άδικά μου; Σαν γυναίκα μιας βραδιάς χειρίστηκα την ζωή μου. Δεν την κατάλαβα οσο θα μπορούσα, δεν την νοιάστηκα όσο το άξιζε,δεν την σεβάστηκα όσο θα έπρεπε, δεν την κανάκεψα όσο θα το ήθελε, μα μήτε της θύμωσα πολύ όταν για ορισμένα βγήκε φταίχτρα .Κάποτε ένα γλαροπούλι πήρε την σκέψη μου και την ματιά μου,και την έφερε, πέρα στην άκρη της αντικρινής θάλασσας, εκεί που κατοικούν οι νεράιδες και τα όνειρα, ήξερε πως ήσουνα εκεί.Τώρα με το ίδιο γλαροπούλι σε προσκαλώ να φύγουμε για τις αγκαλιές – λιμάνια που δεν γνωρίσαμε,για εκεί που η αυγή ξεπροβάλει πανέμορφη,σαν συνέχεια του όνειρου μιας αγαπησιάρικης, παθιασμένης, ομορφοστολισμένης νύχτας. Θα είσαι εδώ ξαπλωμένη νωχελικά στο περιγιάλι της καρδιάς μου, και εγώ θα σου κουβαλώ στις φούχτες ότι διψάς,όλα σου τα ελείματα,τις προσδοκίες σου όλες,όλα σου τα θέλω. Δεν ξέρω ποια αγκαλιά είναι πιο ζεστή, αυτή που καλοδέχεται την απόγνωση του άλλου,η αυτή που τον έρωτα σφικταγκαλιάζει.
Ελα στο ταξίδι μου, το αεράκι θάσαι στα μαλιά,η αύρα στο προσωπό μου,στον πόνο μου το χάδι,το χνώτο στην παγωμένη μου ψυχή.Ελα κι εγώ στις λύπες σου ο αποδέκτης τους θα είμαι,εσένα να μην αγγίζουν, στα φορτία σου ο αχθοφόρος σου, στους καημούς σου, η γλυκειά ίαση.

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

ΜΗ ΛΥΓΑΣ

Μη λυγάς στην μέση του ταξιδιού,το τέλος του δεν το ξέρεις,τα δάκρυα ξεπλένουν την ψυχή,μερεύει της καρδιάς ο πόνος,μη λυγάς στην μέση του ταξιδιού,κι αν στο αξεδίψαστο φτάσεις της ζωής,μια δροσοσταλιά της μπορεί καταράχτης να είναι λύτρωσης,μη λυγάς στην μέση του ταξιδιού,έχεις το απρόσμενο μπροστά σου,μη λυγάς στην μέση του ταξιδιού,τα εμπόδια που θα γίνουν κρίματα μετά αν δεν τα ξεπεράσεις,μη σου φράζουνε τον δρόμο,μη λυγάς στην μέση του ταξιδιού,κι αν σου αρνήθηκαν ή αποτράβηξαν το χέρι,αφήσανε στην θέση του την χειραψία της ζωής,σφίξε την καλά,έχει μέσα της το κουράγιο,μη λυγάς στην μέση του ταξιδιού,κάπου παραπέρα υπάρχουν δυό μάτια πανέμορφα που περιμένουν να φανείς,μια αγκαλιά να σε κλείσει στον κόρφο της να ξαποστάσεις,ένα φιλί στον λαιμό, ρίγος του έρωτα σ'όλο σου το κορμί,μη λυγάς στην μέση του ταξιδιού,σε κρατά απο το χέρι της ζωής η γέννα και αυτή σε ταξιδεύει,μη ΔΕΙΛΙΑΣΕΙΣ,θα την ΠΡΟΔΩΣΕΙΣ..

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Η ΟΥΣΙΑ

Φεύγαν τα καράβια φορτωμένα όλα ανάκατα,με ελπίδες,όνειρα,μεροκάματα,δραπετεύσεις απο τον πνιγμό της καθημερινότητας,έρωτες,έχθρες.Λαικοκάραβα ήταν που κουβάλαγαν στις καμπούρες τους,μισές ζωές που θέλανε να βγούνε στην αντικρινή όχθη.Δέν ήταν μακρύ το ταξίδι τους,δυό ανάσες δρόμο,όσες και η ζωή δηλαδή.Με το που χάραζε σέρνανε τους ίσκιους τους ίσαμε στις σκάλες τους βιαστικά-βιαστικά όσο μπόραγαν,αποκαμωμένοι,απο τον κάματο της προηγούμενης,απο το ανέλπιδο αύριο,απο την στέρηση του τώρα.Βάζανε λίγο απο κουράγιο να τους σπρώχνει στην πλάτη,κλέβανε και μιαν αχτίδα ήλιου όταν ξεμιτούσε,ή να τους ζεστάνει ,ή να τους φωτίσει,σφίγγανε γροθιές τα χέρια στις τσέπες απο πείσμα να τα βγάλουνε πέρα,και κίναγαν για τον δυό ανάσες δρόμο.Μισοζωή.Τίποτε ολάκερο,μισές χαρές,ολόκληρες λύπες,ή διπλές πολλές φορές,μια μπουκιά,πολύ ανέχεια,βήματα βαριά,άδειοι οι ίδιοι,βλέματα σκοτεινά στης ψυχής τον καθρέφτη.
Φεύγαν τα καράβια,της ζωής να διαβούνε τα στενά,εδώ δεν υπήρχανε θάλασσες πλατιές,να σηκώσουνε πανιά,δεν υπήρχανε ταξιδιάρικοι άνεμοι,μήτε πολυπόθητα λιμάνια να αράξουν,εδώ ένα διαρκές πήγαινε-έλα ήταν απο το ένα άδειο ράφι της ζωής στο άλλο.
Το παζάρι με τα στολίδια της αλλού τόχε στημένο,και αλλού τα χάριζε.Όταν καλοσύνευε,δώριζε και στους πικραμένους.Ετσι άφησε τον έρωτα να λαμπιρίσει στα μάτια τους.Την είδε στο χάραμα,και τώρα στον γυρισμό,την καρτέραγε να γυρίσει και αυτή.Έκοψε ένα ρόδο απο τον κήπο της καρδιάς του και της το πρόσφερε μόλις την αντάμωσε,εκείνη το καλοδέχτηκε,και του χαμογέλασε με την λαχτάρα της προσμονης.Της έπιασε το χέρι και κίνησαν για το στρατί του ονείρου.Ανέβαιναν πιασμένοι απο το χέρι,και κρυφόκλεβαν φιλιά απο τα στολίδια της,εκείνη έκανε τα στραβα μάτια,πως τάχα δεν τους έβλεπε.Τώρα δεξιά και αριστερά τους ήταν στρωμένες μαξιλάρες της,με πολύχρωμα λαμπιόνια τριγύρω,μπορεί και νάτανε της χαράς,του πόθου,του πάθους,και ένα τραπεζάκι πολυ χαμηλό στην μέση όπου θα σερβίρονταν το νέκταρ της,διάλεξαν την πιο όμορφη γωνιά και κάθησαν.Ηταν ο οντάς τους.Άναψαν και το ναργιλέ της ζωής,αφού πρώτα τον γέμισαν με τα αρώματά της και άρχισαν να καπνίζουν την ουσία της,ήτανε σίγουροι πως δεν την πρόδωσαν.

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΟΝΟ

Ας είναι τρεί μέρες μόνο,σέφτηκε.

Περίπλοκη κατάσταση,περίπλοκη ζωή. Ξεκινήματα και απομεινάρια ολα ένα.Χάραξαν δρόμους που με μισή καρδιά τους διάβαιναν. Αλλού θέλανε να πάνε αλλού πηγαίνανε. Ξεκίνησαν απο την πηγή των νιάτων τους, μα ευθύς σε διαφορετικά μπήκανε κανάλια. Ενα αντάμωμα, κάπου μια σμίξη, κάπου λούστηκε ο ένας με τα νερά του άλλου , βαπτίστηκαν στον έρωτά τους, στα ονειρά τους, στα θέλω και τις προσμονές τους, και ύστερα τα άφησαν στον χρόνο να κάνει τα κουμάντα του. Θαρούσαν πως τα ηλιοβασιλέματα θάτανε δικά τους, πως οι ανατολές θα κίναγαν απο τα μάτια τους καθώς θα χάραζε η μερα.Ενας έρωτας φώλιαζε μέσα τους και ανδριονότανε.
Ετσι νόμιζαν, έτσι φαντάζονταν,έτσι ήθελαν .Λάθος. Ο Χρόνος άλλη χάραξε πορεία,ξέχωρη για τον καθένα.Κίνησαν έτσι μια ζωή που δεν ήτανε δική τους, μα τα νιατα τους μικρηναν τα λαθη,πέταξαν λίγη χρυσόσκονη στο χθες να το σκεπάσουν, και ανοίχτηκαν σε άλλες θάλασσες, με την ελπίδα πως όλες το ίδιο είναι,και ας ξέρανε μέσα τους πως τέτοια ελπίδα δεν υπάρχει.Δεν θέλανε να ξεπεζέψουνε πριν καλά-καλά καβαλικέψουν την ζωή. Τα γκέμια όμως , ποιός κράταγε τα γκέμια.Αλλού τους πήγαινε η ζωή, αλλού αυτοί θέλανε να πάνε,και κάποια στιγμή είπανε μέσα τους ας είναι και έτσι. Τι έτσι όμως,ζούσαν με δανεικά , δανείζονταν απο το παρακαταθηκών των αναμνήσεων για να τα βγάλουν πέρα .
-Τρείς μέρες μόνο,της είπε όταν ξαναντάμωσαν. Τρείς μέρες μόνο, να ζήσουμε το όνειρο που αφήσαμε στην μέση, τρείς μέρες μόνο,να γευτούμε την ζωή όπως την θέλαμε, τρείς μέρες μόνο, να χαθούμε σε πόθους αξερεύνητους, τρείς μέρες μόνο, αιχμάλωτοι να γίνουμε της αγάπης μας, τρείς μέρες μόνο να αφεθούμε στα κύματα της ηδονής, τρείς μέρες μόνο το χάδι του έρωτα να περιδιαβαίνει στο κορμί μας, τρείς μέρες μόνο τον ψύθηρο να ακούμε της ζωής που να μας λέει είμαι δική σας, τρείς μέρες απο τον χρόνο σου αγαπημένη μου, έτσι απλά.
-Ελα της είπε Οπτασία, - την ειχε βαπτισει Οπτασία, -γιατί σαν οπτασία εμφανίζονταν στον νου και στην καρδιά του, έλα της είπε να φύγουε για τρείς μέρες, είναι αρκετές για την υπόλοιπη ζωή μας.
-Δεν γίνεται ακριβέ μου, του απαντούσε, δεν γίνεται.
Σφάλιζαν τα βλέφαρα, μαράζωνε λιγάκι η καρδιά, και αποτραβιότανε πίσω απο το παραβάν της θλίψης .Η πεθυμιά υποχωρούσε και άφηνε στο πόδι της το νόθο της παιδί, το ίσως, ίσως την άλλη φορά.
-Eλα της είπε οταν ξαναντάμωσαν, δυό μέρες μόνο.Δυό μέρες και μια νύχτα ανάμεσα σ αυτές.Ενα ταξίδι όπου τους βγάλει τους δυό τους. Εκεί θα μπόραγε να της μιλά, να την κοιτά, να την αγγίζει.Η αφετηρία του ονείρου τους. Να της δείχνει στην διαδρομή την θάλασσα, και να εννοεί τις θάλασσες των ματιών της που απείρως ομορφότερες ήταν,να της δείχνει τα δάση , και να εννοεί τα δάση του πόθου που βλάστεναν απο το χάδι της, να της δείχνει τα αστέρια ,και να τα βλέπει όλα στολίδια στα μαλιά της.
-Ελα της είπε πάμε να ανταμώσουμε την νύχτα πάνω στο ποθοκρέβατό μας. Εκεί μας καρτερούν οι ηδονές που στήσανε χορό σε ολομέταξα σεντόνια πάνω.Εκεί τα σκιρτήματα του έρωτα ολοφάνερα θα είναι στα ξαναμένα κορμιά, εκεί το συνέπαρμα με την έκσταση θα ανταμώνει,πόσο πολύ σ αγαπάω Θεέ μου, εκεί θα μας χαρίζετε η ζωή, εκεί θα βυζάξουμε την ευτυχία.Δυό μέρες μόνο και μια νύχτα ανάμεσά τους.
Σιωπή πάλι έπεσε βαθειά, και η ίδια θλίψη για το απραγματοποίητο, και το ίδιο νόθο παιδί να τους τραβά απο το χέρι.Ίσως.
Αποχωρισμός ,και ο καιρός να κυλά αμίληκτος, ένας διώχτης των προσδοκιών τους, των ανεκπλήρωτων πόθων τους.
-Μια μέρα μόνο, κάπου οι δυό μας μόνο , για λίγο, να ξεπροβοδίσουμε το όνειρο που δεν ζήσαμε.Για εκείνο χρειάζονταν μια ζωή , ίσως και πολύ περισσότερο, και μείς του αρνηθήκαμε μια μέρα.Κρίμα. Κρίμα για την ξένη προς εμάς ζωή μας,κρίμα που την μισοκτίσαμε με ξένα υλικά, κρίμα που να πετάξει δεν την αφήσαμε, και ακόμη πιο κρίμα που της σπάσαμε τα φτερά.
Ξεπροβόδισε το όνειρο αφού πρώτα σφάλισε τα βλέφαρά του,και ύστερα έκλεισε και τα δικά του για πάντα, τον πρόλαβε ο χρόνος.
Υ.Γ.
Μπορεί να μην ήταν για πάντα, μα σίγουρο ήταν πως τον πρόλαβε ο χρόνος, και ακόμη πιο σίγουρο πως τον πήρε αγκαζέ η μοναξιά.

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

ΕΠΙΘΥΜΙΑ

Μικρό παιδί απροστάτευτο,την είχαν αφήσει σε μιά γωνιά ενός άδειου παγωμένου δωματίου.Τα ποδαράκια της γυμνά,τα ρουχαλάκια της σχισμένα,σκασμένα και τα χειλάκια της από το αγέρι του απραγματοποίητου.Μάτια φοβισμένα,μα γεμάτα καρτερία.Ορθάνοιχτα το αναπάντεχο να προσδοκούν, αυτό που θα το προσκαλούσε στην αγκάλη του.
Μικρό παιδί στην γωνία στριμωγμένο.Ανασούλες γρήγορες ,κοφτές να προφτάσει τον χρόνο,να νικήσει τον φόβο.
-Κάτσε εδώ του είπαν,τώρα προέχουν άλλα,τώρα άλλα πρέπει να προλάβουμε πιο άμεσα,τώρα άλλους στόχους έχουμε,αλλού μας βάλανε να στοχεύουμε.
Μιλιά δεν έβγαλε,άλλωστε τι μπόραγε να πει μικρό παιδί ήταν.Διπλώθηκε στα αδύνατά του γονατάκια,έσκυψε το κεφαλάκι του μέσα τους,με την ανάσα του να ζεσταίνεται, στάυρωσε και τα χεράκια του μπρος και περίμενε.
Απέναντί του είχε ένα παραθύρι μικρό,να μπαίνει λίγο φως,λίγος ήλιος να το ζεσταίνει όταν αραιά και που εμφανιζότανε.
Ακουγε έξω τα τρεχαλητά του κόσμου, τα ποδοβολητά των καταπατημένων ονείρων, τα άλματα προς τα ασήμαντα,το φευγιό αγκαζέ με το τίποτα,και πιότερο κρύωνε η καρδούλα του.
-Μοιρολάτρες σκεφτότανε,που είναι οι παίχτες της ζωής,και ας ήτανε μικρό παιδι.
Ο χρόνος κύλαγε αμείλικτος,κουλουριασμένο μεγάλωνε και αυτό.Αρχισε σε πανέμορφο να σχηματίζεται κορίτσι,πάλι όμως μόνο ήταν,δεν ήρθε κανένας νέος να το πλησιάσει,να του δώσει το χέρι και να του πεί-έλα,έλα πάμε έξω εκεί που μας καρτερά η νιότη μας-μαζύ της να σύρουμε τον χορό που μας αρμόζει,εμάς δυό νέους ζωή γεμάτους.
Άπλωνε το χέρι και το κράταγε εκεί μετέωρο ώσπου κουραζότανε,και ξαναμαζεύονταν στην γωνιά του και ξαναπερίμενε.
Μέσα του φώναζε και στέναζε.
-΄Ελα, έλα έλεγε επιτέλους, ήξερε πως έγινε γυναίκα με όλα της τα θέλγητρα.Οι ρόγες της ολόρθες να προσεύχονται στον πόθο,τα καπούλια της δυνατά,έτοιμα να καβαλικέψουν την ζωή, τα χέρια της απλωμένα στους τέσερις ορίζοντες μη τυχόν και ξεφύγει κάτι από μέσα τους, κι όμως εκείνη έμενε μόνη,μόνη και έρημη μέσα σε ένα κόσμο που χαράμιζε την ζωή μακριά της.
Πέρναγαν από δίπλα της και την αγνοούσαν,την άγιζαν και δεν την ένιωθαν,πότε -πότε της μονολογούσανε μα μέχρι εκεί.
-Ψευτονταήδες της ζωής σκεφτότανε,ψευτοπαλικαράδες.
Που είστε μωρέ να με αρπάξεται στα μπράτσα σας και να με πάτε στις απάτητες κορυφές του νου και της καρδιά σας.Αφού το ξέρω πως με θέλεται,γιατί κιοτεύεται μωρέ ατέλειωτη θαρρείται πως είναι η ζωή σας,μια ανάσα του αύριο είναι μοναχά,ένα τσάκ ,άντε δύο,όπως στο κέφι σας το κάνεται,ή στα δύσκολά σας με σφίξιμο των χειλιών.
-Το όνομά μου είναι Επιθυμία,πότε θα το φωνάξεται.Η Ζωή και ο καιρός γλυστρά μέσα από τις φούχτες σας δίχως να το καταλάβεται γιατί εγώ λείπω.
Καμπουριάσατε,άσπρισαν τα μαλιά σας χωρίς έξω να με βγάλεται από το παγωμένο δωμάτιο,που μικρή ακόμη με αφήσατε εκει, χωρίς να χορέψεται μαζύ μου την ζωή που σας χαρίστηκε,και εσείς προσβάλατε,ένας δεν βρέθηκε να με κάνει βασίλισσα στα όνειρά του.
-Κιοτήδες όλοι,ψευτονταήδες,σιγοψυθίρισε.
-Εμένα με λε΄νε ΕΠΙΘΥΜΙΑ,φώναξε δυνατά,κάπου,κάποια στιγμή θα ανταμώσω με τα θέλω σας,και τότε θα σας δείξω τι πραγματικά είναι ΖΩΗ, γειά σας τωρα..

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

ΕΛΑ ΖΩΗ.

΄Ελα σου είπα.Εκεί που μ'άφησες θα με βρείς,στην άκρη της μοναξιάς,εκεί που στριγκλίζουν οι σειρηνες της απόγνωσης,εκεί που χάσκει το απύθμενο χάος της εγκατάλειψης,εκεί που η αγριεμένη θάλασσα της θλίψης στα βράχια σε κτυπά των ατέλειωτων γιατι,εκεί στην άκρη της μοναξιάς που σβήνει το όνειρο,εκεί θα με βρεις,ΚΡΙΜΑ,κρίμα για σένα,για μένα,για το όνειρο. Ξέρεις;Ενα καραβάκι άνοιξε πανιά λευκά στ'ανοιχτά της θάλασσας,μετά κι άλλο,κι άλλο,κι άλλο ένα.Νάναι οι ελπίδες άραγες που βγήκανε να ανασάνουνε απο τα πονέματα του κόσμου,η μήπως έρωτες που βγήκανε σεργιάνι σε καταγάλανα κύμματα χαράς,και μεσοπέλαγα ανοίχτηκαν να χωρέσουν την ευτυχία τους. Μήπως πάλι κατατρεγμένοι ήταν έρωτες που βάλθηκαν μακριά να φύγουν,το βάλσαμο να βρούνε της πληγής τους,όμως παλι δίχως ένα μαύρο σημάδι στα πανιά,ένα πένθος για τον χαμένο έρωτα,όχι,μάλλον όχι. Αν πάλι η απόγνωση ήταν που θέλησε κουράγιο για να γίνει;Όμως πάλι όχι.Θαρρώ πως ήταν η ζωή που περήφανα φούσκωσε τα πανιά, στις θάλασσές της να ταξιδέψει,το στίγμα της να δώσει,την ομορφιά της να χαρίσει,τα κουμάντα της να δείξει.Ναι αυτή είναι,άλλωστε στηνν μια άκρη του καραβιού έγραφε το όνομά της ΖΩΗ,έλα σε προσκαλώ,έλα εκεί να πάμε..

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

ΠΩΣ

Ξεκίνησα για την φωλια των ονείρων μου,την αγκαλιά σου,παίρνωντας το στρατί του έρωτα, μα στα μισά του κοντοστάθηκα,κάτι μπόμπες που πέφτανε παρέκει και αφανίζανε παιδιά, μου κόψαν την ανάσα,όχι απο φόβο όχι,μα απο άκρατο θυμό-απουσίαζε και ο Θεός κεινη την ώρα-,και πως να έρθω αγαπημένη μου,σέρνοντας ξοπίσω μου τις λεηλασίες των ανθρώπων,τις ληστείες των ψυχών, των ματιών τους την απόγνωση,την ικεσια μικρών παιδιών για λίγη ΖΩΗ χωρίς τρόμο,το έρεβος για το αύριο πιο βαθύ να ειναι και απο του άδη,την ελπίδα της ίασης απο τις σπαρμένες αρρώστιες των κάθε λογής όπλων τους,να φαντάζει σα σβησμένο φως απο τους αγέριδες της εκμετάλευσης των λυκανθρώπων.
Ξεκίνησα για την φωλιά των ονείρων μου, την αγκαλιά σου, μα στον δρόμο κάτι γερόντους συνάντησα ανήμπορους,με βλέμμα τοσο ανήσυχο,αντιστρόφως ανάλογο με την ηλικία τους,να περιμαζώνουν την ζωή τους σε ενα μπογαλάκι,σαν κάτι ακριβό,ή σαν τίποτα,που δεν ξέρανε αν να το κρατήσουν θέλανε,ή έξ επίτηδες να το αφήσουν κάπου ξεχασμένο,κάτι πονεμένους συνάντησα στις γωνιές,που αφήκαν την αξιοπρέπειά τους στην άλλη πλευρα της γωνίας που δεν φαίνεται και ζητιάνευαν λίγη αμαρτία της ζωής,ένα κομάτι ψωμί ή λίγα ψηλά,το ανηφόρι να βγάλουνε της μέρας.
Είδα και κάτι άλλους πονεμένους,αυτοι ήταν απο έρωτα πονεμένοι,μα αυτους δεν τους φοβόμουν,αυτοι διεκδικούσαν μερίδιο απο την ζωή ετσι κι αλλιώς,και κράταγαν στην φούχτα τους ένα της κομμάτι ώσπου το σημπλήρωμά της νάβρουν.
Θα έρθω καλή μου μοναχά και μόνο να σε πιάσω απο το χέρι,γιατί μόνος μου δεν μπορω ,και αν είναι μπορετό ένα χαμόγελο να χαρίσουμε σε ένα μικρό παιδί,απο αυτά πυ δυστηχάνε,μια ανάσα στους κουρασμένους,ένα στήριγμα στους γκρεμισμένους,τότε και μόνο τότε θα είμαστε και μείς λιγάκι ευτυχισμένοι,γιατί πως γίνεται μελένια μου νάμαστε εμείς ευτυχισμένοι ανάμεσα σε τόση δυστηχία;ΠΩΣ..ν.κ.

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΑΦΗΜΕΝΑ

Στην κορυφογραμμή της απέναντι σε βλέπω ζωής μου να περπατάς,
μήτε ν'ανέβω μπορώ,μήτε όλη να την διασχίσω,
έτσι γίνεσαι μοναχά ελπίδα,
προσπαθώ,
ίσως κάποτε σε φτάσω,αν τα γηρατειά δεν με προφτάσουν,
κουράστηκα,και όμως ακόμη ελπίζω..ν.κ.

-----------
Φτιάξε μου ένα όνειρο
να μπώ να κατοικήσω,
ΕΣΥ μπορείς.

Φτιάξε μου έναν παράδεισο
να γευτώ την αμαρτία,
ΕΣΥ μπορείς..ν.κ.

---------------
Σε φιλώ στον λαιμό και είσαι σαν το σταχυ που γέρνει στην αύρα του καλοκαιριού,
ανατριχιάζεις,παιχνιδίζεις,γέρνεις,γέρνεις προς την πλευρα του έρωτα,
στα σκιρτήματα της ηδονής ανατριχιάζεις,
με την αγάπη παιχνιδίζεις,
πόσο σ'αγαπώ πόσο μ'αγαπάς..ν.κ.

------------------
Δεν βλέπω απέναντι,ομίχλη να'ναι καταχνιά,αντάρα.
Δεν βλέπω απέναντι,μου πήρανε το φώς,μ'αφήκαν το σκοτάδι.
Μήτε να χαρώ μπορώ μα μήτε και να κλάψω,
μου πήραν και τα όνειρα.
Δεν βλέπω απέναντι,νάναι γκεμός μπρός,ή η κοιλάδα των καημών,
ή τάχα της ευτυχίας ο παράσεισος;
Έλα αγαπημένη μου και στάσου μπρός μου,να σε αφουγκραστώ,
να ξοδέψω το χάδι μου πάνω σου,στα μαλιά,στα βλέφαρα, τα χείλη σου,
στα δυό σου βουναλάκια,στο εργαστήρι της ζωής σου.
Δεν βλέπω απέναντι,έλα ζωή μου και στάσου αντίκρα μου να σ'αγκαλιάσω,
να δω τα μάτια σου να δω το φως μου..ν.κ.

-------------------
Βρέχει.Βρέχει ασταμάτητα.
Μήνες τώρα βρέχει.Πότε βοτιάς,πότε χιονιάς.
Ολες οι μέρες ανήλιες,μουντές,κατσούφικες,θανατερές.
Ως και η μελαγχολία πιότερο μελαγχόλησε.
Οι κρυφοί πόθοι ολότελα μαράζωσαν.
Μοναχά οι καημοί του νού βγήκανε σεργιάνι σε ανέλπιδα αύριο.
Βρέχει.Βρέχει ασταμάτητα.
Τσάκισε η θέληση,μούλιασε στον πυθμένα της αβάσταχτης λύπης.
Που είναι η ψυχοσώστρα χαρά κρυμένη;
Που είναι ο φωτοδότης ήλιος της αγάπης;
Που είναιο ποθομάχος της ηδονής, ο απογειωτής έρωτας;
Που ειναι η ΖΩΗ;
Βρέχει.Γκρίζα,μουντά,και κρύα όλα τριγύρω.
Λείπει και το χέρι ΕΚΕΙΝΗΣ απο την φούχτα μας..ν.κ.

------------------
Κοιτώ τον πόθο κατάματα και βλέπω το κορμί σου να περιφέρεται λάγνο σε κατάμεστους αμπελώνες,λικνίζοντας παθιάρικα τα ημισφαίρια του έρωτα,κορφολογώντας τις ρώγες της ηδονής.
Κοιτώ τον πόθο κατάματα,και βλέπω την πυγή της ζωής να αναβλύζει ανάμεσα απο τα δυό σκέλια,φλόγα και δροσιά ταυτόχρωνα,φως και σκοτάδι,παρουσία και έλειψη,βαριαστέναγμα και ανακούφιση,της στιγμής αναλογα.
Κοιτώ τον πόθο κατάματα,και βλέπω τα μάτια σου μισόκλειστα,χαμένα σε χιλιάδες μικρούς θανάτους,και άλλες τόσες γεννήσεις της μάνας του οργασμού,τα χείλη σου πότε σφιγμένα και πότε λεύτερα ανάλογα με τα σκιρτήματα του έρωτα στο κορμί σου,μικρά ν'αφήνουν βογκητά τέλους και αρχής,τινάγματος και ηρεμίας,προσδοκίας του μεγαλύτερου,του ομορφότερου, του τέλειου.
Κοιτω τον πόθο κατάματα και βλέπω ΕΣΕΝΑ συμπαν ολόκληρο και πλάση φτιαγμένη και σμιλεμένηαπο το χέρι της πρωτομαστόρισας αγάπης..ν.κ.

----------------
Ηπια και μέθυσα απο μοναξιά.
Ηπια και μέθυσα αντάμα με την μοναξιά.
Τι άσχημο μεθυσι θεέ μου,
μήτε πόνος να νερώσουν τα δάκρυα το κρασί,καινα το ελαφρύνουν,
μήτε χαρα να τα τσούζεις αντάμα με την ευτυχία,και τίποτα να μη καταλαβαίνεις,
παρά μόνο μια αβάσταχτη μοναξιά,
παρέα με ματωμένες θυμισες..ν.κ.

------------------
Ξεπρόβαλες μέσα απο την ομίχλη του χθές,
απο την καταχνιά της λύπης,
απο το ανέλπιδο αύριο.
Ξεπρόβαλες μέσα απο τυράνιας θύμισες,
πίσω απο δάκρυα μοναξιάς,
μέσα πο σφιγμένα χείλη εγκατάλειψης.
Ξεπρόβαλες και ήσουν ΕΣΥ το χάραμα της ζωής μου,
της χαράς μου η ανατολή,
το χαμόγελο της νιότης μου,
το ζωντάνεμα των ονείρων μου,
ΗΣΟΥΝ ΕΣΥ Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ..ν.κ.

-------------------------
Στου πόθου τα ερημονήσια
η ψυχή μου τυρανιέται,
στης αγάπης τα ξωκλήσια ,
με την μοναξιά μετριέται.

Στα σκοτάδια της μοναξιάς
ο καημός παραφυλάει,
στους δρόμους της ανημποριάς
η ζωή ανάποδα κυλάει

Με την απονιά σου θύμωσα,
θα φύγω μακριά σου,
κοντά σου εγώ ερήμωσα
πολύ πονάει η μαχαιριά σου.

---------------------------
Ταξιδευτής θέλω να γίνω του κορμιού σου,
μα μένω αταξίδευτος,
τι κι αν έκανα τις διατριβές μου,
σε ρούγες κοριτσιών
και σε μποτρντέλα..ν.κ.

------------------------------
Αύριο το ξέρω πως θα είναι αργά,
σήμερα δεν προλαβαίνω,
το χθές το έχασα,
αραγε ήλθα σε τουτη την ζωή;

----------------------------------
Σήμερα ήμουν θυμωμένος μαζύ σου,
είπα όλα τα ψεγάδια σου να βρώ,
έψαξα-έψαξα,δεν βρήκα κανένα,
ΠΟΣΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ..ν.κ.

----------------------------
Τα σκιρτήματα και τα τινάγματα
της ηδονής σου,
αντάμα ο θάνατος με την ζωή
και εγω τα βιώνω και τα δύο,
τι ΜΕΓΑΛΕΙΟ..ν.κ.

---------------------------

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

ΑΝΕΜΟΣΤΡΟΒΙΛΟΣ

Ο καιρός της ψυχής του ολο και πιότερο σκοτείνιαζε.Σύννεφα άρχισαν να μαζεύονταν στον ουρανό της. Ενα αγέρι που φύσαγε, άρχισε να λυσομανά πάνω της.
-Ερμη ψυχή μου ,μονολόγησε,τι σε περιμένει ακόμη,και ακόμη πόσο θα αντέξεις.Έσφιξε τις χούφτες του.
-Οσο θα δέχομαι τους κεραυνούς σας , τόσο εγώ θα σηκώνω αλεξικέραυνα,όσο θα με παγώνεται ,τόσο εγώ θα ζεσταίνομαι με το χνώτο της αντίστασης, όσο θα με πλημυρίζεται ,τόσο εγώ θα στήνω γέφυρες διάσωσης.
-Δεν με πιστεύεται;΄γιατί,δεν βλέπεται 'οτι απο μόνος μου κινηγώ τους ανεμοστρόβιλους;΄Προετοιμάζομαι γι αυτούς,μπαίνω στην δίνη τους.
Τι όμορφο παιχνίδι αλήθεια,τι συναρπαστικό.Μπαίνεις στο κέντρο τους ,και ξαφνικά ανυψώνεσαι στον ουρανό,ξαφνικά βρίσκεσαι σε έναν άλλο τόπο,όσο γρήγορο και νάναι το ταξίδι. Ασε που στο διάβα σου παίρνεις μαζύ σου σκουπίδια και μαλάματα.
-Ιδια η ζωή σου λέω,δεν ξέρεις ούτε τι θα σου φέρει, ούτε τι θα σου πάρει, ούτε τι θα αποτραβήξει , ούτε τι γεναιώδωρα θα σου προσφέρει.Εσυ πρέπει πάντα έτοιμος να είσαι να μπεις στην δίνη της. Αν μπορείς έγκαιρα να ξεχωρίσεις τα σκουπίδια απο τα μαλάματα,να φας τα τσίπς, και να πετάξεις τον χυλό. Αν μπορείς να μυρίσεις τον ανθό, και να αποφύγεις τα σκατά,και αν μπορείς να ποτίζεις τα λουλούδια ,ώστε να μην μαραθούν ποτέ.
Ρούφηξε μια ρουφιξιά απο το ποτό του, μια ρουφιξιά απο την ζωή του, άλλωστε τι είναι η ζωή σκέφτηκε ,μια ρουφηξιά απο την αιωνιότητα, μια ρουφηξιά απο το τίποτα δηλαδή.
Πήρε ένα πατατάκι και το έφερε στο στόμα του.
Ολες του οι αισθήσεις μαζεύτηκαν στην γευση.
-Νόστιμη που είσαι ζωή, σκέφτηκε, γιατί με μιάς τον διαπέρασε το κύμα του έρωτα , απο την αγάπη του φερμένο.
Ενα τσίπς που το γευόμαστε με όλο μας το είνε είναι η ζωή, όταν όμορφη είναι,και ένα φαρμάκι , ένα καταπότι όταν τσιριμόνιες μας κάνει.Σκέψεις, σκέψεις,σκέψεις, και οι ανεμοστρόβιλοι σωρό.
Ο ένας σε παίρνει , σε σηκώνει ψηλά ,και σε κάνει θεό, και ο άλλος σε παίρνει και σε πετάει σχισμένο σώβρακο,στον κάδο με της ζωής τα άπλυτα.
-Ελα ψυχή μου ξαστέρωσε, ανάμεσα απο τους ανεμοστρόβιλους είναι η ξαστεριά,είναι τα πρωινά που ο ήλιος,λαμπυρίζει στην θάλασσα,είναι τα πρωινά που οι ανατολές πίνακες είναι ζωγραφισμένοι απο της ομορφιάς το χέρι.
-Τι είναι καλύτερο σκέφτηκε ,ο ανεμοστρόβιλος που σε σηκώνει ψηλά, και σε κάνει μικρό θεό, ή τούτα τα πρωινά και τούτες οι ανατολές.
-Οτι και νάναι αξίζει,εκείνο που δεν αξίζει είναι να είσαι σχισμένο σώβρακο στον κάδο με της ζωής τα άπλυτα,φώναξε δυνατά.

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

ΠΡΟΣΜΟΝΗ

Καιρό τώρα ανέμεναν το αντάμωμά τους.Καιρό τώρα την πρόσμενε.Σαν τους χαρίζονταν λίγος χρόνος,το μόνο που προλάβαινε ήταν να βάζει τ΄ ακροδάκτυλά του στα μαλιά της, να της κρατά με ευλαβεια θαρρείς το πρόσωπο και να της ψυθιρίζει σ'αγαπώ.Αλλη λέξη νόμιζε πως θα αμάυρωνε κείνες τις στιγμές.Αν λίγο περίσευε ο χρόνος σε "λατρεύω της έλεγε, σε θέλω".Ετσι ταξίδευαν μόνοι στα τραχιά μονοπάτια της μοναξιάς τους, χαμένοι σε ανέλπιδα αύριο.Μύριες φορές η απελπισία στρογγυλοκάθισε πάνω τους αδειάζοντας ότι ωραίο είχαν μέσα τους και μύριες φορές η πίστη τους τα ξανάδινε πίσω.Δεν μπορεί τούτος ο έρωτας να τελειώσει έτσι. Τράνεψε στα στήθη τους,και τώρα ζητάει το μερτικό του.
   Ένα αεράκι έφερε το χάδι της στο πρόσωπό του.Εκλεισε τα μάτια του,άνοιξε κείνα της φαντασίας,και την είδε πάνω του να τον γλυκοκοιτά έρωτα γεμάτη.Εσκυψε και τον φίλησε στις άκρες των χειλιώ του.Σήκωσε τα χέρια του και την αγκάλιασεΤην 'εσφιξε πάνω του,'σ ευχαριστώ" της είπε.Πήρε κουράγια για παραπέρα,πήρε ανάσες ζωής, την έσφιξε πιότερο πάνω του, την φίλησε παθιασμένα,το στήθος της είχε ξεπροβάλει σφριγηλό, ποθεμένο.Περιδιάβηκε με τα χείλη του ολο της το κορμί,Ποθεμένα, παθιασμένα,ηδονικά.Μέλωνε εκείνη,και αυτος ένοιωθε τροπαιούχος και προσκηνητής συνάμα. Ένας κρότος τον συνέφερε, όνειρο ήταν.Οι σταλαγματιές αγωνίας εμφανίστηκαν στο πρόσωπό του.Αρχισαν να κυλούν αργά-αργά στα μάγουλα σχηματίζοντας ρυάκια ανεκπλήρωτων πόθων.Ηθελε να προλάβει, ας τα ζήσω σκέφτηκε, και ύστερα αν πρέπει,αν χρειάζεται ας κάνω τα λιγα μέτρα στον γκρεμό.
  Ανατέναξε βαριά να βγάλει έξω τα βασταζούμενα μέσα του που τον τυραννούσαν.Ώρες-ώρες το έπνιγαν.Εδώ δεν παλεύεις με κύμματα, εδώ η ανημπόρια σου κόβει τα χέρια,σε παραλύει.Εδώ η πεισμώνεις ή εγκαταλείπεις,κι αυτός πείσμωσε.Έκανε την αγάπη του καράβι,κατάρτι τον έρωτά του,σχοινί τα θέλω του και τα έδεσε στον κάβο του πολυπόθητου ερχομού της.
  Αστραψε.Έναςκεραυνός έπεσε κάπου εκεί τριγύρω, μήνυμα ήταν, το ήξερε το ένοιωθε."Θα ρθεί" είπε μέσα του, ύστερα το είπε δυνατά να το ακούσει ο ίδιος,μετά το φώναξε να το ακούσουν οι άλλοι.Μια βροντή ήρθε να το επιβεβαιώσει."Θα ρθεί".Σήκωσε το πρόσωπο στον ουρανο, οι πρώτες σταγόνες άρχισαν να δροσίζουν το πύρωμα της απουσίας της.Θα ερχότανε με το θάμα του ουράνιου τόξου. Θ ήταν πάνω του, πανέμορφη και αυτή, ένα θάμα και η ίδια, φορώνταςμόνο ένα λευκό,λεπτό, μακρύ φόρεμα. Την είδε, είχε τα μαλιά της ριγμένα στους ώμους,ανέμιζαν μαζύ με το ελαφρύ φόρεμά της, καθισμένη όπως ήταν σε μια αιώρα που ήταν κρεμασμένη απο την μέση του ουράνιου τόξου.Πηγαινοέρχονταν απο την άκρη ως την μέση του ουρανού. Το χάδι της αγέρι, έφτανε στο προσωπο του.Δεν χόρταινε να την ανασαίνει.Δυό ήλιοι τα μάτια της ζέσταιναν την καρδιά του.Της έκανε νόημα να κατέβει,"έλα" της είπε.Εκείνη άφησε την αιώρα,ανέβηκε στο ουράνιο τόξο,και άρχισε να κατηφορίζει προς την μεριά του.Νεράιδα ήταν, ένα όραμα, μια οπτασία.Ανοιξε τα χέρια και την περίμενε, έφτασε στην άκρη του, και έπεσε στη αγκαλιά του.Σφίχτηκε πάνω του,κόλησε τα χείλη της στα δικά του,τρύπησε με τα στήθη της το στήθος του,πήρε την ανάσα της,πήρε την δική του.Τα χέρια του την αγκάλιασαν ολάκερη.Ετσι θα γινότανε όταν θα βρισκόντουσαν.Μάζεψε τον νού του.
  Ασυντρόφευτος που μπορείς να φτάσεις σκέφτηκε,ή στην τρέλλα ή στον μαρασμό,κι αυτός ήθελε να ρουφήξει το μεδούλι της ζωής, και μάλιστα απο τα χειλη της καλής του.Ένα δάκρυ που πηγε να κυλίσει απο τα μάτια του,σφάλισε τα βλέφαρα και το κράτησε μέσα του.Ήθελε να το κάνει διαμαντόπετρα χαράς,να της το προσφέρει οταν θα αντάμωναν.Ήθελε να το σταλάξει στην άκρη των χειλιών της σαν μεταλαβιά της αγάπης του,ήθελε να το πάρει στην παλάμη της σαν μεγα της καρδιά του ευχαριστήριο.Έκλεισε τα μάτια και ονειρεύτηκε.Την είδε ανάμεσα στ΄αστέρια,το πρόσωπό της έλαμπε σαν μιας θεάς, η αύρα της σκόρπαγε τριγύρω την μέθη του έρωτα.
  -Που πας; την ρώτησε γεμάτος λαχτάρα.
  -Στην γιορτη , δεν είπαμε;
  -Τρέχω να ετοιμαστώ αγαπημένη μου.
Τώρα όμως ήξερε πως είναι αλήθεια.
Γρήγορα αδειάζει το ποτήρι του καθενός μας,κι αν εσύ το γεμίσεις με φαρμάκι,χαμένος είσαι εξ αρχής,το ξέρανε κι οι δυό αυτο.
  Ένα φεγγάρι ολόγιομο άρχισε να ανεβαινει στον θόλο του ουρανού.Κάτι του έλεγε,πως κάτω εκεί ,τούτο το βράδυ θα παντρεύονταν.Μεγάλη η αγάπη τους, μεγάλος και της εκκλησιάς ο θόλος,τρανό και το καντηλι της.Τούτη την νύχτα θα τέλειωνε η γλύκα της προσμονής,και θ'αρχιζε η πανδαισία του έρωτα.Η αγωνία θα τέλειωνε του πότε,καιθ¨αρχιζε το τώρα της ζωής.Τούτη την νύχτα άνοιξε την αγκαλιά του να χωρέσει μεσα της ο κόσμος όλος,ΕΚΕΙΝΗ.Τα κύμματα παραδίπλα τραγουδούσαν ήδη για το ζευγάρωμα. Η μέθη άρχισε να απλώνεται ολόγυρα.Όλοι έπαιρναν μερτικό απο την χαρά που τους όφειλε η ζωή.Εκεί κάτω απο το φως του φεγγαριού,τους καρτερούσε η αγάπη τους.Εκει πλάι στο κύμμα θα στέκονταν αντίκρα,θα εμπλεκαν τα δάκτυλά τους,και με υγρα και λιγωμένα απο τον έρωτα μάτια θα ψιθύριζανο ενας στον άλλο Σ ΑΓΑΠΩ,με όλη της ψυχής τους την δύναμη.
Μύρια αστέρια τους φώτισαν, ήταν τα χρωστούμενα της ζωής απέναντί τους.Εκεί παράνυμφοι στο πάντρεμά τους ήταν ο πόθος, το πάθος, η ηδονή.Πήρε το πρόσωπό της στις παλάμες του,πλησίασε το δικο του, την κοίταξε ως τα κατάβαθα της ψυχής της,και ύστερα τρυφερά,και σαν επιβεβαίωση πως απο δω και μπρος θα είναι πάντοτε μαζυ,της ψυθίρισε-άσε με να βγάλω το κραγιόν σου-.
  Την φίλησε απαλα στην ακρη των χειλιών της,ύστερα δυνατά,παθιασμένα.Τον άφησε , το κραγιόν της είχε φύγει.

Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

ΑΠΟΥΣΙΑ

Το σκοτάδι σαν πέρασε ο καιρός έφτασε στα άπατα της ψυχής,
το κενό σου συμπλήρωσε η θλίψη σαν απο καιρό να καρτερούσε,
σαν απο καιρό να περίμενε ο θάνατος το μέτρημα με την ζωή.
  Βράχος λουσμένος απο άγρια θάλασσα ο έρωτας,
απο τα πρέπει κα μη τα μη κεραυνοβολημένος.
Ο κόσμος δεν ήξερε , δεν περίμενε, δεν άντεχε την τόση αγάπη μας.
Ζήλευε τα χέρια μας που μάζευαν τους καρπούς των πόθων μας,
τα χείλη μας που γεύονταν την γλύκα της ηδονής,
τι χρεία είχαν τα μάτια μας απο του κόσμου τους χαμένους ήλιους,
κείνα είχαν χαραυγές και αποσπερίτες,
δικά τους προσανάματα να θεριέψουν την φλόγα της αγάπης.
 Πουτάνα θλίψη εσύ πάνυα μαύρα φορας,
τα βαθειά ντεκολτέ και τα πλατειά ξώπλατα άλλες τα φορούν,
οι κόρες της πρόκλησης και της πεθυμιάς,
τα εξώγαμα της αμαρτίας.
οι λαχτάρες της ζωής.
  Το όνομά σου ψιθυρισα σε ανεμόμυλους,
στα πέρατα όλου του κόσμου να το σκορπίσουνε,
στις καμάρες του ουρανού,
στον φλοίσβο της θάλασσας το είπα,
το κύμα να το ακουμπίσει στα πόδια της αναζήτησης,
να της πεί πως εσύ είσαι ο προορισμός της .
  Μάλαξε με τα ομορφοδάκτυλα σου τ' απομεινάρι της ψυχής μου,
μπορεί έτσι να γητέψεις λίγο το πόνο,
μπορεί να τον παραπλανήσεις ελαφρότερος να γίνει,
αποπροσανατόλισέ τον να χαθεί,να ζαλιστεί, να φύγει.
  Ξεχρέωσέ του ψυχή μου την καρδιά μου,ένα σου νεύμα μόνο φτάνει
θα ξαναγεμίσει ο κόσμος χρώματα, ονειρεμένα δειλινά,
ανατολές πολυπρόσμενες, μουσικές θεικές.
Ενα ανογόκλειμα του ματιού,ένα 'ματάκι,
μ΄ένα ελπιδοχαμόγελο απο κάτω είναι αρκετό.
  Η μοναξιά και η θλίψη κόρες της ορφάνιας είναι,
δώσε μου δύναμη μ' ένα σου χάδι,
αντέτε στον διάβολο να πω,στον πούστη, στον χαφιέ, στον ρουφιάνο της ζωής.
  Εγώ έτσι έμαθα ν' αγαπάω,
με λίγα θέλω να μπορώ πολύ να αγαπάω την ζωή,
σκληρός είναι ο κόσμος μάτια μου..

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ

Ως και τα όνειρά μου ασυντρόφευτα είναι,σαν έφυγες,ορφάνεψαν και σε αδιέξοδα περιπλανιούνται μονοπάτια.
  Δεν υπάρχουν τώρα πεθυμιές,δεν υπάρχουν προσκαλέστρες,κρυμένοι πόθοι που φλογίζουν το κορμί,του έρωτα ανεμοστρόβιλοι που σε σηκώνουν ψηλά στον ουρανό,και στον κάτω κόσμο σε γκρεμίζουν. Δεν υπάρχουνε ξωκλήσια που παντρεύονται κρυφά ανομολόγητες αγάπες, δεν υπάρχουνε του πάθους σταυραετοί να πετάξουνε ψηλά στης ζωής τις κορυφές, ούτε ερημονήσια που εκεί καταλαγιάζει ο πόθος.Δεν υπάρχουνε ταξιδευτές της ηδονής,μήτε του άπρεπου εραστές,χαθήκανε οι παράδεισοι ορφάνεψε η γης.
  Υπάρχουν μοναχά μισανοιγμένα χειλη που καρτεράνε την ζωη,και δυο μάτια που προσπαθούν απο το σκοτάδι να βγούνε της απελπισιάς,α.. και μια καρδιά που στα συντρίμια της κάθεται επάνω,με το μαύρο της μελαγχολίας πέπλο μπρός της να καρτερά το χέρι που θα της χαιδέψει την ψυχή,σαν ευλογία και σαν αμαρτία.
  Ναι το χέρι ειναι της ζωης,..

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

ΠΑΜΕ.

Ξεκίνησα για τους καταράχτεςτων καθάριων νερών των καθάριων αισθημάτων.Δώσε μου το χέρι σου.Εκεί θα απολουστούμε απο ενοχές, απο μαυρίλες της ψυχής,απο αμαρτήματα που δεν ζήσαμε.Μαζύ θα πέσουμε απο το ύψος των περιστάσεων,το ψεύτικο και το απατηλό.Μαζύ θα πλήνουμε σε κάθε βότσαλο που συναντάμε όσα λάθος κάναμε. Πάμε εκεί που οι καημοί αρμενίζουν μεσοπέλαγα, και ψάχνουν να βρούν το σωζολίμανο να αράξουν. Εδώ οι παραλίες με τα ξεβρασμένα κουφάρια των ανεκπλήρωτων πόθων δεν έχουν καμία θέση.Εδώ το κύμα γλυκοφιλά τους έρωτες που στην αμμουδιά του κάθονται,και τους στεφανώνει με τα δαντελένια νερά του.
 Μπούχτισα.Πιάσε μου το χέρι στην πηγή μας να ξαναπάμε,εκεί να ανοίξουμε νέους διαύλους μέσα στην πυκνή βλάστηση,μιας καινούργιας πορείας όπως η καρδιά την χαράσει, στον ίσκιο να ξαποστάσουμε της ζωής που ονειρεύομαστε, το αύριο καλοδεχούμενο να είναι,σαν αγέρι σε ηλιοκαμένο πρόσωπο, και όχι μοιρολόι για τα χαμένα της ζωης.Πίσω μας να αφήσουμε την ροή προς της μοναξιάς την άμμο που αξεδίψαστα ρουφά, θέλω,όνειρα, και προσδοκίες.Πλάι στον λαιμό στα ψυθιρίζω,δεν ακούς;.Πάμε.

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Κάλεσμα

Σε είδα ψες που ήσουνα θλιμμένη, σαν μείον να ήταν ο απολογισμός, σαν των ματιών σου η βροχή να μαρτύραγε τα μύρια του βίου σου γιατί σαν προσκαλεσμένος να ‘τανε ο πόνος δίχως το δικό σου έλα, σαν να ταξίδευες ίσαμε τα τώρα με ψεύτικες εικόνες αυτών που προσδοκούσες, έλα, έλα σου ξαναφωνάζω. Σε είδα χθες που ήσουνα θλιμμένη, μα έλα και γείρε στο πλάι μου λίγο, το κουράγιο βάζει πλάτη για να στηριχτείς και η αγάπη στη μάχη ρίχνεται για σένα και ο έρωτας στη στράτα τρέχει της προσμονής, χαμογέλα, το καράβι άνοιξε πανιά και μας περιμένει. Μήπως και γω δεν έχω τα αδικά μου. Σαν γυναίκα μια βραδιάς χειρίστηκα τη ζωή μου. Δεν την κατάλαβα όσο θα μπορούσα, δεν την νοιάστηκα όσο το άξιζε, δεν την σεβάστηκα όσο θα έπρεπε, δεν την κανάκεψα όσο θα ήθελε, μα μήτε της θύμωσα πολύ όταν για ορισμένα βγήκε φταίχτρα. Κάποτε ένα γλαροπούλι πήρε τη σκέψη μου και τη ματιά μου και την έφερε πέρα στην άκρη της αντικρινής θάλασσας, εκεί που κατοίκουν οι νεράιδες και τα όνειρα. Ήξερε πως ήσουνα εκεί. Τώρα με το ίδιο γλαροπούλι σε προσκαλώ να φύγουμε για τις αγκαλιές, λιμάνια που δε γνωρίσαμε, για εκεί που η αυγή ξεπροβάλει πανέμορφη σαν συνέχεια του ονείρου μιας αγαπησιάρικης, παθιασμένης, ομορφοστολισμένης νύχτας. Θα είσαι εδώ ξαπλωμένη νωχελικά στο περιγιάλι της καρδιάς μου και εγώ θα σου κουβαλώ στις φούχτες ό,τι διψάς, όλα σου τα ελλείμματα, τις προσδοκίες σου όλες, όλα σου τα θέλω. Δεν ξέρω ποια αγκαλιά είναι πιο ζεστή, αυτή που καλοδέχεται την απόγνωση του άλλου ή αυτή που τον έρωτα σφιχταγκαλιάζει. Έλα στο ταξίδι μου, το αεράκι θα ‘σαι στα μαλλιά, η αύρα στο πρόσωπό μου, στον πόνο μου το χάδι, το χνώτο στην παγωμένη μου ψυχή. Έλα κι εγώ στις λύπες σου αποδέκτης σου θα ‘μαι, εσένα να μην αγγίζουν, στα φορτία σου ο αχθοφόρος σου, στους καημούς η γλυκιά ίαση. Παρακάλα να πετάξουμε από τους ώμους και την πλάτη τα βάρη που δεν μας αφήνουν να σηκωθούμε από τη γη, πίσω να αφήσουμε το σκοτάδι και να χαράξουμε το δρόμο το φωτεινό του ανεκπλήρωτου που με τη ζωή μας δένει. Αυτόν προσδοκώ και θέλω να ξεκινήσουμε. Αντάμα. Θυμάμαι πως κάποτε σε φώναξα Ζωή, Ζωή μου, μα συ δεν αποκρίθηκες. Ίσως να θεώρησες μεγάλο το φορτίο, ίσως την μεγαλοσύνη σου να μην γνώριζες, ίσως το πιο απλό να μην ήξερες. Τώρα ξέρεις, όμως δεν ξέρουμε τον χρόνο, δεν ξέρω αν μπορούμε να προκάνουμε, δεν ξέρω αν μας φτάνει, αν υπάρχουν κενά περιθώρια στις σελίδες της ζωής μας.
     Κάπου μακριά, πόσο μακριά άραγε, ανατινάχτηκε ένα τρένο, δεκάδες σκοτώθηκαν, εκατοντάδες οι τραυματίες, κάπου αλλού έσκασε μια μπόμπα, το αποτέλεσμα το ίδιο, κάπου αλλού μακέλεψαν μικρά παιδιά, κάπου αλλού παιδιά πεθαίνουν απο την πείνα, κάπου οι αρρώστιες θερίζουν, κάπου σκοτώνουν να ανοίξουν δρόμους να περάσουν, κάπου πουλάνε την ψυχή τους, κάπου φοράνε πανοπλίες σε άδεια σώματα, τι κάπου, εδώ, εδώ γύρω μας, μέσα μας. Πάμε καλή μου, στέρεψαν οι αντοχές, τα όνειρα τελειώνουν, ό,τι προλάβουμε. Οι αντιστάσεις έμειναν πίσω, τις επαναστάσεις θα τις αφήσουμε στους κατοπινούς, ίσως εκείνοι αν το θελήσουν να μπορέσουν. Να μπορέσουν να ντύσουν τον κόσμο με χαρούμενα χρώματα, να δούνε γελαστά πρόσωπα παιδιών, ήρεμους να συναντήσουνε ανθρώπους και ήμερους, το κυριότερο.
-          Θα σε περιμένω τα χαράματα, της είπε.
-          Πού, τον ρώτησε.
-          Στο ακρογιάλι της ζωής, της αποκρίθηκε
-          Καλά, θα προσπαθήσω να έρθω.
Φανταζόταν τη στιγμή που θα την έβλεπε να τρέχει να τον συναντήσει, που θα την καλημέριζε και θα της άφηνε ένα γλυκό φιλί στις άκρες των χειλιών της, που θα της έσφιγγε το χέρι και θα τη σήκωνε στην αγκάλη του, που θ’άνοιγε την καρδιά του να την κλείσει μέσα της, που η ευτυχία του ήταν ζωγραφιά της στα μάτια του.
-          Καλώς ήρθες ταξιδεύτρα των ονείρων μου.
-          Καλώς σε βρήκα ταξιδευτή μου.
Ήρθε χωρίς αποσκευές, ό,τι αποσκευές είχε μέσα της τις κουβάλαγε, μήπως και κείνος το ίδιο δεν έκανε;
-          Πάμε;
-          Πάμε, και σήκωσαν πανιά.