Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Το ταξίδι

Η ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Θα φύγω, θα φύγω. Κονταίνει ο ορίζοντας μπρος μου. Τι κι αν τα πρώτα χιόνια πέσαν στα μαλλιά. Τιμονιέρη θα βάλω την ελπίδα και θα ξεκινήσω. Μπροστάρισσα την προσμονή, το αναπάντεχο στόχο. Θα πάω να βρω τη χώρα που λέγεται ζωή. Πίσω θα αφήσω την πείρα, τώρα πια δεν την χρειάζομαι, στο κατόπι της με πήρανε και μένα τα χρόνια. Λίγα πρόλαβα, τα πολλά μου φύγανε μέσα από τις φούχτες. Αγκάλιασαν τον κορμό μου τα πρέπει, τα μη και οι συμβιβασμοί. Με ταρακούνησαν και ρίξανε από τα κλαδιά μου οράματα, θέλω και ιδανικά. Με φυλλορρόησαν σαν απότιστο δεντρί. Μισές αγάπες, μισή ζωή. Θα φύγω, θα φύγω. Αν θέλεις έλα. Ίσως κάτι προκάνουμε. Ένα τελευταίο γέλιο ή ένα τελευταίο χαμόγελο. Προς τον ήλιο ή το φεγγάρι, τι σημασία έχει, ή ακόμα προς τα μάτια σου ή τα μάτια αυτών που τώρα γεννήθηκαν μετά από σένα, από μένα και που κουβαλούν μέσα τους την ελπίδα, τη δική τους ζωή και που ζωοδότες είναι στη δική σου, στη δική μου. Είπα πως θα φύγω, πως θα πάω να βρω το όνειρο, αυτό που τα νιάτα μου δεν μπόρεσαν να φτάσουν, παρόλη την ορμή τους. Πάντοτε ένα βήμα ήτανε μπρος τους. Ένα άγγιγμα και μετά χάνονταν. Μια ανάσα μακριά που μετά έγινε βαριανάσεμα κι όλο πιότερο απομακρυνόταν. Τώρα λέω θα φύγω. Τώρα που δεν τρέχω να προλάβω, τώρα που τα χρόνια μπρος μου μετρημένα είναι, τώρα που κιότεψαν οι προσδοκίες μου, τώρα που μόνο το όνειρο έμεινε ανέγγιχτο. Αυτό θέλω να προλάβω, αυτό να ζήσω θέλω με τις λίγες δυνάμεις που μου απόμειναν.

Ένας τεράστιος απορροφητήρας είναι η ζωή. Ρουφάει τα θέλω σου, τα όνειρα σου και σ’ αφήνει στεγνό, μαραζωμένο, να προσπαθείς να βρεις λίγο ίσκιο για να ξαποστάσεις.

Αν θέλεις έλα. Το βουνό το καβατζάραμε. Τώρα από την άλλη αν είναι κατρακύλα τι μας νοιάζει. Μη σου πω ότι θα ‘χει και πλάκα, μας φαντάζεσαι; Πλάκα θα’ χει. Θα φτάσουμε στο τέλος ζωντανοί ή θα μας βρούνε δυο κουφάρια στα μισά. Μήπως και τώρα τι είμαστε. Α ναι, ξέχασα, τώρα έχουμε την αξιοπρέπειά μας. Κι αυτή πάλι, πώς μπορεί να είναι καλή, γιατί τη θέλουμε τόσο, το λέει από μόνη της, δώσαμε αξία στο πρέπει, σ΄ αυτό που μας έκανε συμβιβασμένους, σ’ αυτό που γέννησε την υποκρισία. Αν θέλεις έλα, ακολούθα ή καλύτερα δώσε μου το χέρι, φαντάζεσαι να το βάλω αντήλιο στο μέτωπό μου ή να προσπαθώ να φυλάξω με αυτό τα μάτια μου από τη βροχή. Και τι δεν έχω να σου πω στην κατρακύλα. Ένα διάφανο εκείνα που αφήσαμε πίσω μας κι όλα εκείνα που θέλουμε μπροστά μας, κυρίως αυτά. Θυμάσαι, θα σου φωνάζω, το νούφαρο στη λίμνη, την ανεμώνη στον γκρεμό, τα βότσαλα στην άμμο, θυμάσαι, θυμάσαι, θυμάσαι. Πιο πολύ όμως θα σου περιγράφω τι θα κάνουμε κάτω, κάτω από των ονείρων μας το σεντόνι. Εκεί να δεις μεγαλεία.

Είπα πως θα φύγω, μα τριγύρω σκάνε μπόμπες, πώς και προς τα πού να πάω. Μπόμπες παντού σε καιρό ειρήνης, πού το είδατε αυτό; Μάλλον μόνο αυτό βλέπουμε. Τι μας φταίνε τα παιδιά μωρέ, εμάς του λεχρίτες πάει στο διάολο, αλλά εκείνα, τι φταίνε εκείνα να αναβλύζουν τα ματάκια τους δάκρυα πόνου και να μακαρίζουν εκείνα που γλίτωσαν από τη ζωή. Να φύγω λοιπόν, να γίνω λιποτάχτης από ένα κόσμο σκατά γεμάτο, μα πού να πάω και πως έτσι θα τον αφήσω δίχως μια φτυαριά. Το μόνο καθαρό μέρος το όνειρο είναι, εκεί θα πάω. Μόνος, μόνος θα φύγω προς τους καταρράχτες, εκεί που η βλάστηση των αναμνήσεων πυκνή είναι μήπως και από μέσα τους ξετρυπώσω λίγο ακόμη κουράγιο να βρω το πολυπρόσμενό μου. Τα μάτια της τάχα, το γέλιο της μήπως που θ’ ακούγεται σαν το γάργαρο νερό ή το χάδι της που είναι σαν την δροσοσταλίδα πάνω στο πράσινο φύλλο. Θυμάμαι ότι φορούσε πέπλο όταν την πρωτογνώρισα. Ήταν στην παραλία και το αεράκι το ανέμιζε στο κορμί της, ξεσκεπάζοντας πότε το ένα της πόδι ίσαμε ψηλά, πότε το κολλούσε πάνω της, έτσι που να προβάλλουν οι ρώγες της προκλητικές και ανικανοποίητες. Δεν ξέρω, εκείνο που ξέρω είναι πως ψέματα είπα, δεν φεύγω μόνος, παντού και πάντα στο πλάι μου είναι ή καλύτερα μέσα μου. Έχει φωλιάσει στην καρδιά μου κι εγώ την έχω σκεπάσει με την αγάπη μου, την έχω μπολιάσει με τη χαρά και τον έρωτα κι έχω μπολιαστεί από κείνη. Θα φύγω για κει που το ηλιοβασίλεμα κρύβεται πίσω από τον μακρινό ορίζοντα, βάφοντας τη θάλασσα με χρώματα του ρομαντισμού, κείνου που γλυκαίνει τις καρδιές των ανθρώπων, κείνου που σε βυθίζει σε αναμνήσεις του χθες, στα ονειροπολήματα του αύριο, κείνου που γεμίζει τις αποσκευές σου με άπειρα μικράτα της ζωής. Ξεκίνησα για τους καταρράχτες των καθάριων νερών, των καθάριων αισθημάτων. Δώσε μου το χέρι σου. Εκεί θα απολουστούμε από ενοχές, από μαυρίλες της ψυχής, από αμαρτήματα που δεν ζήσαμε. Μαζί θα πέσουμε από το ύψος των περιστάσεων, το ψεύτικο, το απατηλό. Μαζί θα πλύνουμε σε κάθε βότσαλο που θα συναντάμε όσα λάθος κάναμε. Εκεί που οι καημοί αρμενίζουν μεσοπέλαγα και ψάχνουν να βρουν το σωζολίμανο να αράξουν. Εδώ οι παραλίες με τα ξεβρασμένα κουφάρια των ανεκπλήρωτων πόθων δεν έχουν καμία θέση. Εδώ το κύμα γλυκοφιλά τους έρωτες που κάθονται στην αμμουδιά του και τους στεφανώνει με τα δαντελένια νερά του. Μπούχτισα. Πιάσε μου το χέρι να ξαναπάμε στην πηγή μας και από κει να ανοίξουμε νέους διαύλους μέσα στην πυκνή βλάστησή μιας καινούριας πορείας όπως η καρδιά την χαράσσει, στον ίσκιο να ξαποστάσουμε της ζωής που ονειρευόμαστε, το αύριο καλοδεχούμενο να είναι σαν αγέρι σε ηλιοκαμένο πρόσωπο και όχι μοιρολόι για τα χαμένα της ζωής. Πίσω μας να αφήσουμε την ροή προς την άμμο της ερήμου που αξεδίψαστα ρουφά θέλω, όνειρα και προσδοκίες.

Δεν θέλω να μιλώ για πολέμους, ντρέπομαι, δεν θέλω να μιλώ για αρρώστιες πονάω, δεν θέλω να βλέπω μικρά παιδιά που πεθαίνουν από ασιτία, που είναι μισά από μπόμπες, ντρέπομαι, ντρέπομαι, ντρέπομαι. Θέλω ένα κομμάτι γης που ο ήλιος που θα ανατείλει θα φωτίζει χαρούμενα πρόσωπα παιδιών, όλων των παιδιών, που το γέλιο τους ολημερίς τραγούδι θα ‘ναι της ζωής και ελπίδα και χάρη και χάδι σε τυχόν πληγωμένους. Έλα σου είπα. Εκεί που μ’ άφησες θα με βρεις, στην άκρη της μοναξιάς, εκεί που στριγκλίζουν οι σειρήνες της απόγνωσης, εκεί που μπρος χάσκει το απύθμενο χάος της εγκατάλειψης, εκεί που η αγριεμένη θάλασσα της θλίψης στα βράχια σε χτυπά των ατέλειωτων γιατί, εκεί στην άκρη της μοναξιάς που σβήνει το όνειρο εκεί θα με βρεις, κρίμα, κρίμα για σένα, για μένα, για τ’ όνειρο. Εκεί που μ’ άφησες θα με βρεις, εκεί που οι θύμισες πολυτάξιδα είναι καράβια, που πηγαινοέρχονται στου έρωτα την ρώτα, εκεί που φτερουγάει η καρδιά στις αναμνήσεις της αγάπης, εκεί που η ελπίδα ξαναχτίζει φωλιά στα συντρίμμια πάνω του χθες, εκεί που ο νους στα λιμάνια αράζει του κορμιού σου, εκεί που το αύριο καρτεράει την αγάπη, εκεί θα με βρεις, αν θέλεις έλα.

Μετράμε τα χρόνια μας, απολογισμό τους κάνουμε. Πόσοι από εμάς αλήθεια φροντίσαμε για την πληρότητά τους και πόσοι αλήθεια τα καταφέραμε. Όλοι μας έχουμε αφήσει κομμάτια τους αδειανά, γωνιές σκοτεινές που δεν φωτίσαμε, σοκάκια που δεν διαβήκαμε, θάλασσες που δεν ανοιχτήκαμε και αυτό το άτιμο το τέλος όλο και πιότερο πλησιάζει, γι’ αυτό θα φύγω για το ταξίδι της καρδιάς. Εδώ αν μείνω δεν ξέρω πια τι να γράψω, τι να σκεφτώ, ο κόσμος όλος μια προδοσία είναι, μια σιχασιά. Μας κλέψανε ακόμη και τα όνειρα και τι πιο καταδικαστικό ερήμην σου να σε δικάζουνε και να σου αφαιρούνε τη ζωή, αυτή που με τίποτα δεν τους την χρώσταγες και ποιοι, μια θράκα από ανέντιμους, κλέφτες, γλείφτες, απατεώνες, άπληστους, ανίκανους, θρασύδειλους, τοκογλύφους της δικής μας ανημποριάς, πώς μωρέ τους δώσαμε τέτοιο δικαίωμα.

Μάθε σε παρακαλώ πού είναι το χαμόγελο, σε ποιες φυλλωσιές κρύβεται η χαρά, από ποιες χαραμάδες προσπαθεί να τρυπώσει η ελπίδα, πίσω από ποια σύννεφα θέλει να προβάλει ο ήλιος της ψυχής, πότε κοντοζυγώνει η αγάπη, από πού είναι η αφετηρία του έρωτα, έρωτας για όλα κι αν τέρμα υπάρχει, πότε μπαίνει μπροστάρισσα η αλήθεια και ποια λουλούδια σκορπούν το άρωμα του πόθου, πού είναι τα εύφορα χωράφια της ομορφιάς, σε ποιους βράχους κρύβεται η προσφορά, ποια κρυστάλλινα νερά κουβαλούν τη δίψα για όλα ετούτα. Μάθε σε παρακαλώ πού είναι η ζωή για εκεί να ξεκινήσω γιατί τούτο εδώ που ζούμε μόνο ζωή δεν είναι. Μάθε ακόμα σε παρακαλώ γιατί λείψανε οι αγκαλιές, πες μου και για την ειρήνη αν μαγική εικόνα είναι και πες μου δυο λόγια μονάχα για την αντίσταση σε όλα που χαραμίζουν τη ζωή. Μάθε, μάθε σε παρακαλώ γιατί η απληστία θόλωσε τα νερά των ποταμών, γιατί τόσο πολύ συνηθίσαμε την οσμή του θανάτου, τόσο πολύ ξεφτιλίστηκε η ζωή. Μάθε σε παρακαλώ που είναι οι γαλήνιες θάλασσες γιατί όλες ανταριασμένες είναι από αγωνία, μάθε σε παρακαλώ που είναι τα κρησφύγετα της ζωής, θέλω να τα βρω και μαζί της να αμαρτήσω.

Λαθρεπιβάτης της δεν ήμουνα ποτέ και ούτε ποτέ μου θα γενώ. Πλήρωσα και πληρώνω την κάθε της στιγμή, πολύ ακριβά αγοράζω τη χαρά, με πολύ πόνο τα δύσκολα πληρώνω, τίποτα δεν μου χαρίστηκε, θέλω όμως να έχω εγώ την επιλογή σε ποιο σταθμό της θα κατέβω, εκεί που θα επιλέξω να ζήσω και όχι άλλοι να αποφασίζουν για μένα, αυτούς κάποια στιγμή πρέπει –να κι ένα ωραίο πρέπει- να τους ζητήσουμε να κατέβουν από το τρένο της ζωής και αν δεν υπακούσουν να τους πετάξουμε κάτω, κάποτε πρέπει να απαλλαγούμε άπαυτους.

Ένα καραβάκι άνοιξε πανιά λευκά, στ’ ανοιχτά της θάλασσας, μετά κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο ένα. Να ‘ναι οι ελπίδες άραγε που βγήκανε να ανασάνουνε από τα πονέματα του κόσμου ή μήπως έρωτες που βγήκανε σεργιάνι σε καταγάλανα κύματα χαράς και ανοίχτηκαν μεσοπέλαγα για να χωρέσουν την ευτυχία τους. Μήπως πάλι κατατρεγμένοι ήταν έρωτες που βάλθηκαν να φύγουν μακριά το βάλσαμο να βρούνε της πληγής τους. Όμως πάλι δίχως ένα μαύρο σημάδι στα πανιά τους , ένα πένθος για τον χαμένο έρωτα, όχι , μάλλον όχι . Αν πάλι ήταν η απόγνωση που να ξεζαλιστεί θέλησε, μακρύτερα να δει , την λύση της να βρει, κουράγιο για να γίνει. Θαρρώ πως ήταν η ζωή που περήφανα φούσκωσε τα πανιά της, στις θάλασσες της να ταξιδέψει, το στίγμα της να δώσει, την ομορφιά της να χαρίσει , τα κουμάντα να δείξει. Ναι, ναι , αυτή είναι , άλλωστε στην μια του καραβιού έγραφε το όνομα της , ΖΩΗ. Έλα, εκεί σε προσκαλώ να πάμε.

ΕΛΑ

Σαν σε είδα ψες που ήσουνα θλιμμένη, σαν από τα όνειρα σου να 'σουνα αδειανή, σαν να σου στέρησαν όλες τις χαρές, σαν ξαφνικά να νύχτωσε η ζωή, σαν το συρματόπλεγμα της πίκρας το κατώφλι σου να έχει φράξει, μη τάχα μου μπορέσουν και μπουν οι ομορφιές του κόσμου, πιο δυνατά σου φωνάζω έλα. Σε είδα ψες που ήσουνα θλιμμένη, σαν μείον να ήταν ο απολογισμός, σαν των ματιών σου η βροχή να μαρτύραγε τα μύρια του βιού σου γιατί, σαν προσκαλεσμένος να 'τανε ο πόνος, δίχως το δικό σου έλα, σαν να ταξίδευες ίσαμε τα τώρα, με ψεύτικες εικόνες αυτών που προσδοκούσες , έλα έλα σου ξαναφωνάζω. Σε είδα χθες που ήσουνα θλιμμένη, μα έλα και γείρε στο πλάι μου λίγο, το κουράγιο βάζει πλάτη για να στηριχτείς, και η αγάπη στην μάχη ρίχνεται για σένα, και ο έρωτας στην στράτα τρέχει της προσμονής, χαμογέλα, το καράβι μας άνοιξε πανιά και μας περιμένει.

Μήπως και εγώ δεν έχω τα άδικα μου. Σαν γυναίκα μιας βραδιάς χειρίστηκα την ζωή μου. Δεν την κατάλαβα όσο θα μπορούσα, δεν την νοιάστηκα όσο το άξιζε, δεν την σεβάστηκα όσο θα έπρεπε, δεν την κανάκεψα όσο θα το ήθελε, μα μήτε της θύμωσα πολύ όταν για ορισμένα βγήκε φταίχτρα . Κάποτε ένα γλαροπούλι πήρε την σκέψη μου και την ματιά μου, και την έφερε, πέρα στην άκρη της αντικρινής θάλασσας, εκεί που κατοικούν οι νεράιδες και τα όνειρα , ήξερε πως ήσουν εκεί. Τώρα με το ίδιο γλαροπούλι σε προσκαλώ να φύγουμε για τις αγκαλιές – λιμάνια που δεν γνωρίσαμε , για εκεί που η αυγή ξεπροβάλει πανέμορφη, σαν συνέχεια του ονείρου μιας αγαπησιάρικης, παθιασμένης, ομορφοστολισμένης νύχτας. Θα είσαι εδώ ξαπλωμένη νωχελικά στο περιγιάλι της καρδιάς μου, και εγώ θα σου κουβαλώ στις φούχτες ό,τι διψάς, όλα σου τα ελλείμματα , τις προσδοκίες σου όλες, όλα σου τα θέλω. Δεν ξέρω ποια αγκαλιά είναι πιο ζεστή, αυτή που καλοδέχεται την απόγνωση του άλλου , η αυτή που τον έρωτα σφιχταγκαλιάζει.

Έλα στο ταξίδι μου, το αεράκι θα 'σαι στα μαλλιά, η αύρα στο πρόσωπο μου , στον πόνο μου το χάδι , το χνώτο στην παγωμένη μου ψυχή. Έλα κι εγώ στις λύπες σου ο αποδέκτης τους θα 'μαι, εσένα να μην αγγίζουν, στα φόρτια σου ο αχθοφόρος σου, στους καημούς σου, η γλυκιά ίαση. Παρακάλα να πετάξουμε από τους ώμους και την πλάτη τα βάρη που δεν μας αφήνουν να σηκωθούμε από την γη, πίσω να αφήσουμε το σκοτάδι , και να χαράξουμε τον δρόμο τον φωτεινό του ανεκπλήρωτου που με την ζωή μας δένει. Αυτόν προσδοκώ και θέλω να ξεκινήσουμε. Αντάμα. Θυμάμαι πως κάποτε σε φώναξα Ζωή, ζωή μου, μα συ δεν αποκρίθηκες, ίσως να θεώρησες μεγάλο το φορτίο ,ίσως την μεγαλοσύνη σου να μην γνώριζες, ίσως το πιο απλό, να μην ήξερες. Τώρα ξέρεις, όμως δεν ξέρουμε τον χρόνο, δεν ξέρω αν μπορούμε να προκάνουμε, δεν ξέρω αν μας φτάνει, αν υπάρχουν κενά περιθώρια στις σελίδες της ζωής μας.

Κάπου μακριά, ποσό μακριά άραγε , ανατινάχτηκε ένα τρένο, δεκάδες σκοτώθηκαν , εκατοντάδες οι τραυματίες, κάπου αλλού έσκασε μια μπόμπα, το αποτέλεσμα το ίδιο, κάπου αλλού μακέλεψαν μικρά παιδιά, κάπου αλλού παιδιά πεθαίνουν από την πείνα ,κάπου οι αρρώστιες θερίζουν, κάπου σκοτώνουν να ανοίξουν δρόμους να περάσουν, κάπου πουλάνε την ψυχή τους, κάπου φοράνε πανοπλίες σε άδεια σώματα, τι κάπου, εδώ, εδώ γύρω μας, μέσα μας. Πάμε , πάμε καλή μου στέρεψαν οι αντοχές, τα όνειρα τελειώνουν, ό,τι προλάβουμε. Οι αντιστάσεις έμειναν πίσω, τις επαναστάσεις τις αφήνουμε στους κατοπινούς, ίσως εκείνοι αν το θελήσουν να μπορέσουν. Να μπορέσουν να ντύσουν τον κόσμο με χαρούμενα χρώματα , να δουν γελαστά πρόσωπα παιδιών, ήρεμους να συναντήσουν ανθρώπους, και ήμερους το κυριότερο.

3 ΜΕΡΕΣ ΜΟΝΟ

Θα σε περιμένω τα χαράματα της είπε. Πού; τον ρώτησε. Στο ακρογιάλι της ζωής, της αποκρίθηκε. Καλά, θα προσπαθήσω να έρθω. Φαντάζονταν την στιγμή που θα την έβλεπε να τρέχει να τον συναντήσει, που θα την καλημέριζε και θα της άφηνε ένα γλυκό φιλί στις άκρες των χειλιών της ,που θα της έσφιγγε το χέρι και θα την σήκωνε στην αγκάλη του, που θ' άνοιγε την καρδιά του να την κλείσει μέσα της, που η ευτυχία του ήταν η ζωγραφιά της στα ματιά του. Καλώς ήρθες ταξιδεύτρα των ονείρων μου. Καλώς σε βρήκα ταξιδευτή μου. Ήρθε χωρίς αποσκευές, ό,τι αποσκευές είχε τις κουβαλούσε μέσα της, μήπως και κείνος το ίδιο δεν έκανε. Πάμε. Πάμε, και σήκωσαν πανιά. Ας είναι τρεις μέρες μόνο , σκέφτηκε.

Περίπλοκη κατάσταση , περίπλοκη ζωή. Ξεκινήματα και απομεινάρια όλα ένα. Χάραξαν δρόμους που με μισή καρδιά τους διάβαιναν. Αλλού θέλανε να πάνε αλλού πηγαίνανε. Ξεκίνησαν από την πηγή των νιάτων τους, μα ευθύς σε διαφορετικά μπήκαν κανάλια. Ένα αντάμωμα, κάπου μια σμίξη, κάπου λούστηκε ο ένας με τα νερά του άλλου, βαπτίστηκαν στον έρωτα τους, στα όνειρα τους, στα θέλω και τις προσμονές τους και ύστερα τα άφησαν στον χρόνο να κάνει τα κουμάντα του. Θαρρούσαν πως τα ηλιοβασιλέματα θα 'τανε δικά τους, πως οι ανατολές θα κίναγαν από τα μάτια τους καθώς θα χάραζε οι μέρα. Ένας έρωτας φώλιαζε μέσα τους και ανδρειωνότανε. Έτσι νόμιζαν, έτσι φαντάζονταν, έτσι ήθελαν. Λάθος. Ο Χρόνος άλλη χάραξε πορεία, ξέχωρη για τον καθένα. Κίνησαν έτσι μια ζωή που δεν ήταν δική τους μα τα νιάτα τους μίκρυναν τα λάθη, πέταξαν λίγη χρυσόσκονη στο χθες να το σκεπάσουν και ανοίχτηκαν σε άλλες θάλασσες, με την ελπίδα πως όλες το ίδιο είναι και ας ξέρανε μέσα τους πως τέτοια ελπίδα δεν υπάρχει. Δεν θέλανε να ξεπεζέψουν πριν καλά-καλά καβαλικέψουν την ζωή. Τα γκέμια όμως, ποιος κρόταγε τα γκέμια. Αλλού τους πήγαινε η ζωή, αλλού αυτοί θέλανε να πάνε και κάποια στιγμή είπανε μέσα τους ας είναι και έτσι. Τι έτσι όμως, ζούσαν με δανεικά, δανείζονταν από το παρακαταθηκών των αναμνήσεων για να τα βγάλουν πέρα .

Τρεις μέρες μόνο, της είπε όταν ξαναντάμωσαν. Τρεις μέρες μόνο να ζήσουμε το όνειρο που αφήσαμε στη μέσαη, τρεις μέρες μόνο να γευτούμε τη ζωή όπως τη θέλαμε, τρεις μέρες μόνο να χαθούμε σε πόθους αξερεύνητους, τρεις μέρες μόνο αιχμάλωτοι να γίνουμε της αγάπης μας, τρεις μέρες μόνο να αφεθούμε στα κύματα της υδονής, τρεις μέρες μόνο το χάδι του έρωτα να περιδιαβαίνει στο κορμί μας, τρεις μέρες μόνο τον ψίθυρο να ακούμε της ζωής που να μας λέει είμαι δική σας, τρεις μέρες από το χρόνο σου αγαπημένη μου, έτσι απλά.

Έλα, της είπε Οπτασία -την είχε βαπτίσει Οπτασία γιατί σαν οπτασία εμφανίζονταν στο νου του και στην καρδιά του. Έλα, της είπε να φύγουμε για τρεις μέρες, είναι αρκετές για την υπόλοιπη ζωή μας. Δεν γίνεται ακριβέ μου, του απαντούσε, δεν γίνεται. Σφάλιζαν τα βλέφαρα, μαράζωνε λιγάκι η καρδιά και αποτραβιότανε πίσω από το παραβάν της θλίψης. Η πεθυμιά υποχωρούσε και άφηνε στο πόδι της το νόθο της παιδί, το ίσως, ίσως την άλλη φορά.

Έλα της είπε όταν ξαναντάμωσαν δυο μέρες μόνο. Δυο μέρες και μια νύχτα ανάμεσα σ΄αυτές. Ένα ταξίδι όπου τους βγάλει τους δυο τους. Εκεί θα μπόραγε να της μιλά, να την κοιτά, να την αγγίζει. Η αφετηρία του ονείρου τους. Να της δείχνει στην διαδρομή τη θάλασσα και να εννοεί τις θάλασσες των ματιών της που απείρως ομορφότερες ήταν, να της δείχνει τα δάση και να εννοεί τα δάση του πόθου που βλάστεναν από το χάδι της, να της δείχνει τα αστέρια και να τα βλέπει όλα στολίδια στα μαλλιά της.

Έλα, της είπε, πάμε να ανταμώσουμε τη νύχτα πάνω στο ποθοκρέβατό μας. Εκεί μας καρτερούν οι ηδονές που στήσανε χορό σε ολομέταξα σεντόνια πάνω. Εκεί τα σκιρτήματα του έρωτα ολοφάνερα θα είναι στα ξαναμμένα κορμία, εκεί το συνέπαρμα με την έκσταση θα ανταμώνει, πόσο πολύ σ'αγαπάω Θεέ μου, εκεί θα μας χαρίζεται η ζωή, εκεί θα βυζάξουμε την ευτυχία. Δυο μέρες μόνο και μια νύχτα ανάμεσα τους.

Σιωπή πάλι έπεσε βαθιά και η ίδια θλίψη για το απραγματοποίητο και το ίδιο νόθο παιδί να τους τραβά από το χέρι. Αποχωρισμός και ο καιρός να κυλά αμίληκτος ένας διώχτης των προσδοκιών τους, των ανεκπλήρωτων πόθων τους.

Μια μέρα μόνο, κάπου οι δυο μόνο, για λίγο, να ξεπροβοδίσουμε το όνειρο που δεν ζήσαμε. Για εκείνο χρειάζονταν μια ζωή, ίσως και πολύ περισσότερο και εμείς του αρνηθήκαμε μια μέρα. Κρίμα. Κρίμα για την ξένη προς εμάς ζωή, κρίμα που τη μισοκτίσαμε με ξένα υλικά, κρίμα που να πετάξει δεν την αφήσαμε και ακόμη πιο κρίμα που της σπάσαμε τα φτερά.

Ξεπροβίδισε το όνειρο αφόυ πρώτα σφάλισε τα βλέφαρα του και ύστερα έκλεισε και τα δικά του για πάντα, τον πρόλαβε ο χρόνος. Ή μπορεί να μην ήταν για πάντα, μα σίγουρο ήταν πως τον πρόλαβε ο χρόνος και ακόμη πιο σίγουρο πως τον πήρε αγκαζέ η μοναξιά.

ΕΡΗΜΙΤΗΣ

Ερημίτης. Σ'ένα βράχο πάνω. Γύρω-γύρω σχεδόν θάλασσα και μια σαπιόβαρκα να τον ενώνει με τη στεριά. Ένα τσαντήρι έστησε κει πάνω να τον τον φυλάει από τα ανεμοβρόχια. Για τον ήλιο είχε τις σκιές από τα άλλα μικροβράχια. Εκεί επέλεξε να ζήσει. Να ανταριάζει η θάλασσα στα πόδια του και αυτός να την κοιτά αγέρωχα, τι ήταν άλλωστε αυτή μπρος στις αντάρες της ζωής, δεν κιότεψε τότε, τώρα; Τώρα που έφερε τα θέλω του στα μέτρα του, τώρα που δρασκέλισε τη ζωή με όλους τους τρόπους, πότε κομματιασμένος, πότε νικητής, πότε στα ίσα της μαζί της. Τώρα ήταν λεύτερος. Πήρε τη μοναξιά αγκαζέ και πήγαν εκεί πάνω. Όχι από αδυναμία, όχι. Ήθελε να ξαναφέρει τη ζωή μπρος του, αυτήν που έζησε μα δίχως την αγωνία της. Του άρεσε έτσι. Έβγαινε τα δειληνά από το τσαντήρι του και απολάμβανε το ηλιοβασίλεμα που έσκαγε στο απέναντι βουνό βάφοντας με τα πιο όμορφα χρώματα γη και ουρανό. Φωτιά έβαζε της θάλασσας με το κατακόκκινο χρώμα, μέσα σε μια παλλέτα ο ουρανός, ζωγραφιά πράγματι ουράνια, που δεν ήξερες τι να πρωτοκοιτάξεις. Από την άλλη μεριά η ανατολή που χάραζε ντροπαλά κάθε που κόντευε να ξημερώσει, θαρρείς και ντρεπόταν για τα όργια του έρωτα τη νύχτα ή για την κατάντια του κόσμου. Τις περισσότερες φορές σαν την ατένιζε το πρώτο έφερνε στο μυαλό του, το άλλο το έζησε και ήθελε να το ξεφορτωθεί, να ισιώσει ήθελε τις πλάτες και όχι πιότερο να τις γείρει.

Με τον καιρό σε ένα μικροβράχι πάνω, απέναντι ακριβώς από το ηλιοβασίλεμα, σκάλισε ένα μικρό θρόνο -καμία σχέση με βασιλιάδες- βρήκε και ένα μιντέρι που το ξέβρασε η θάλασσα, δεν ξέρει πώς, και το έστρωσε να μην του πονάει ο κώλος τις ώρες που θα κάθονταν εκεί. Να πούμε την αλήθεια εκεί ξημεροβραδιάζονταν. Εκεί προσκαλούσε τις νεράιδες των αναμνήσεων.

Είχε αγαπήσει και είχε αγαπηθεί πολύ. Γεμάτος ήταν από τη ζωή, κάτι μικροελλείματα υλικά, κάτι μιρκομερεμέτια που δεν πρόφτασε να τελειώσει του άφησαν μερικά κενά, όμως τ' άλλα ήταν που είχαν σημασία. Στις προδοσίες που έζησε, γιατί έζησε κι από δαύτες, τώρα χαμογελούσε χωρίς πίκρα, χωρίς συγχώρεση, τι να συγχωρήσει δεν ήταν Θεός, ο καθένας έλεγε υπεύθυνος είναι των πράξεών του, ας αναλάβει τις ευθύνες του. Το ίδιο έκανε κι αυτός. Σήκωσε το βάρος σε ό,τι τον αφορούσε, μικρό ή μεγάλο. Τα κρίματα αν υπήρχαν τα έριχνε πρώτα στον εαυτό του. Απέφευγε το άδικο, έτσι σμίλεψε τον εαυτό του.

Είχε αγαπήσει και είχε αγαπηθεί πολύ. Οι στιγμές της αγάπης μύριες είναι και μυριομορφοστολισμένες, της πίκρας, της κακίας, της προδοσίας, είναι μια και τρανή, γι'αυτό λίγο αξεπέραστη είναι. Τούτες δεν τις ήθελε, τις καταχώνιασε κάπου μέσα του σαν κάτι ασήμαντο που του συνέβη. Αν έχεις τη δύναμη να τις ξεπεράσεις, ασήμαντες τις κάνεις.

Έλα νεράιδα του έρωτα και συντρόφεψε με απόψε. Ο καθάριος ουρανός με τα χιλιάδες λυχναράκια του και η ήρεμη θάλασσα που τα καθρεφτίζει μέσα της, μέλωσαν την ψυχή μου. Πάρε με από το χέρι και πήγαινε με εκεί, στο δασάκι με τα καταπράσινα πανύψηλα δένδρα που βρεθήκαμε οι δυο μας, ΕΚΕΙΝΗ και εγώ, ξεκομμένοι από το πολύβουο πλήθος, ξαναμμένοι από τον πόθο, λουσμένοι από τις ηδονές του έρωτα, πλημμυρισμένοι από το πάθος της αγάπης. Εκεί που το χάδι που από τη μια στιγμή στην άλλη, μεταλάσσονταν από αύρα του έρωτα σε μανιασμένα κύμματα του πόθου. Εκεί που δεν υπήρχαν αγκαλιές, οι δυο μας είμασταν ένα, ο ένας μέσα στον άλλο, ως τα κατάβαθα του είναι μας.

Δεν υπάρχουν βράδια αναπόλησης, όσα κι αν είναι, που να μπορούν να ξεθωριάσουν στο ελάχιστο την ώρα κείνη της αγάπης, γι'αυτό είχε αποθέματα πολλά.

Έλα νεράιδα της γέννας, εσύ μου έδωσες ό,τι πιο ακριβό έχω. Εσύ έδωσες νόημα και αξία στη ζωή μου, ξετύλιξες το αύριο μπρος μου και μου άναψες το φως να περπατήσω. Ο σκοπός τρανός και η αγωνία πιότερη να μπορέσω να τα βγάλω πέρα. Θαρρώ πως τα κουτσοκατάφερα. Ήθελα πιότερα να κάνω, γι'αυτό ας με συγχωρήσουν που δεν μπόρεσα. Όμως είμαι ακόμη εδώ. Πηγή είναι ονείρων ανεξάντλητη και γι'αυτό τους ευχαριστώ. Φύλαξέ τους νεράιδα μου. Ταξιδεύτρα μου εσύ, πας να μου τη σκαπουλάρεις όμως συνηθισμένη είσαι στο φευγιό. Άλλους θέλεις να βλέπεις κόσμους, καινούριες θάλασσες να οργώνεις, νέους ανθρώπους να ανταμώνεις. Όλο προκλήσεις και ξαφνιάσματα. Πού να με πρωτοπάς κι εσύ.

Κάθε ταξίδι μακρινό ή κοντινό, ταξίδι είναι και κάθε ταξίδι μια νέα εμπειρία. Το τέλος σε κάθε ταξίδι ίδιο είναι, η ζήση του μετράει και πώς και πόσο το απολαμβάνεις. Εσύ ταξιδεύτρα μου δεν με οδήγησες σε τρυκιμισμένα πέλαγα, σε όμορφες με πηγές αγκαλιές, σε κόρφους ζεστούς, σε λάγνες αμαρτίες. Τι να πρωτοθυμηθώ και από σένα. Άπειρα βράδια θα σε καλώ να κάνουμε παρέα.

Αγαπάς και δίνεσαι πολύ. Μοιράζεσαι ό,τι αγαπάς, έτσι χωρίς μέτρο, το ξέρω πως αυτό είναι αγάπη όμως σε παρακαλώ κράτα κάτι για τον εαυτό σου, μην έρθει η στιγμή που θα στερέψεις γιατί τότε πρώτα εσύ θα σωριαστείς γιατί δεν θα μπορείς να δώσεις. Σπαταλάς ασύστολα τον εαυτό σου, χαρίζεις την ψυχή σου ολάκερη σαν μην έχει καμία αξία κι ας είναι ανεκτίμητη. Η απόγνωση σκοτεινιάζει τα μάτια σου σαν δεν μπορείς να δώσεις και τότε κόβεις κομμάτια από σένα σαν τιμωρία, σαν εξιλέωση. Εξαϋλώνεσαι κι εγώ τρέχω ξοπίσω να σε προλάβω. Να σε σώσω και να σωθώ. Όσο είναι μπορετό. Το ξέρεις πως μπορώ να κάτσω σε τούτο το βράχο επάνω, αντάμα μαζί σου, όσο εσύ θα υπάρχεις, γι’ αυτό μη μου λες τι κάνω εδώ πάνω. Μαζεύτηκαν σύννεφα στον ορίζοντα, δεν ξέρω αν φοβέρα είναι ή λύτρωση για τα κρίματα του κόσμου. Θα πάω μέσα στο τσαντήρι μου, στο κονάκι της καρδιάς μου, άλλωστε το μιντεράκι δεν γλύτωσε τον πόνο του κώλου μου πάνω στο θρόνο τόση ώρα. Ίσως πάρω και την σαπιόβαρκα και ξεκινήσω για νέα ταξίδια, σε στεριά ή θάλασσα δεν έχει σημασία, Η ΖΩΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ και το αμπάρι των αναμνήσεων δε γεμίζει ποτέ γιατί διαρκώς ψηλώνεται.

ΤΟ ΑΝΗΦΟΡΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Και πού βρέθηκε, σε ποιό τόπο.

Με δυσκολία έσπρωξε την πελώρια δίφυλλη ξύλινη ξώπορτα. Μπρος της ήταν μικροσκοπικός καθώς στέκονταν, μετέωρος ως προς τις κινήσεις του, ανήσυχος και αμήχανος, μη ξέροντας τι κρύβει μέσα της. Εκείνη έτριξε λίγο και άφησε μια χαραμάδα με τα δύο πανύψηλα της φύλλα, ίσα-ίσα να περάσει το κατώφλι της. Άλλαλος έμεινε σ’αυτό που πρωταντίκρυσε. Μια πελώρια σάλα, μ’έναν τεράστιο θόλο πάνω της να κρέμεται από το πουθενά. Ένα φως πολύχρωμο τη φώτιζε που έμπαινε από αμέτρητα βιτρό θαρρείς και όλα ήταν από τη μεριά που ήταν ο ήλιος κι ας ήταν στολίδια του περίγυρου του θόλου. Έστρεψε το βλέμμα του προς τα κάτω να αποφύγει την τόση ομορφιά που μάγεψε την ψυχή του. Μα και το δάπεδο κάτω τον έθελξε σαν να το γέννησε κι αυτό η ομορφιά όπως και τα ψηλά. Πολύχρωμα ψηφιδωτά σε σχέδια και χρώματα που δεν μπορεί να βάλει νους του ανθρώπου και μόνο από χέρια κάποιου πρωτομάστορα φτιάχτηκαν που θεϊκή υπόσταση είχε.

Τα χείλη του ψέλλισαν καλώς σε βρήκα ΖΩΗ κι ας έκανε το πρώτο του βήμα. Μπρος του κάτω σχηματίζονταν ένα χαμόγελο φτιαγμένο από μικρονεράιδες που μάζεψαν τα φιλντίσια της καρδιάς τους και το έκαναν με το μεράκι της αγάπης. Μέρες πολλές έμεινα εκεί, ίσως και χρόνια και έπαιζε με την ανεμελιά, την αγνότητα, τη χαρά. Δίψαγε κι αμέσως έπινε νερό από τα χείλη του, πόναγε και ήταν εκεί να του δώσουν το φιλί ίαμα θαματουργό, σώπαινε κι αμέσως ένα τραγούδι από το ίδιο ξεπήδαγε χαμόγελο και γέμιζε τη σιωπή του. Έπαιζε στις παρυφές του με ό,τι λαχτάραγε η ψυχή του. Δεν ήταν μπορετό όμως να μείνει εκεί.

Επόμενο βήμα και ένα ερωτηματικό από σκιρτήματα της καρδιάς φτιαγμένο, απορίες και αναζητήσεις, από θέλω και κατακτήσεις, από καλέσματα του πόθου, από αναπάντητα γιατί, από ορφανεμένα όνειρα, εδώ αρχίσανε τα δύσκολά, από ψεύτικα φιλιά, από προδοσίες και αναστεναγμούς. Στο είναι του άρχισε να στιβιάζεται τώρα πείρα. Τα γεγονότα κάθε μέρα, μικρά ή μεγάλα, κάτι καινούριο του φανέρωναν. Άνοιξε το βήμα του και πάτησε στην τελεία. Από κει θα κίναγε να ανέβει σε όλο το ερωτηματικό, να εξερευνήσει και να εξερευνηθεί, να ρωτήσει και να απαντηθεί, εν γνώσει του να αρχίσει τη ζωή. Τα πρώτα που συνάντησε ήταν απορίες και κάτι αλλόκοτα χτυποκάρδια της καρδιάς. Κάτι σκιρτήματά της, κάτι χαμόγελα, κάτι σιγοψυθιρίσματα, κάτι μισοπαινέματα και κάτι μικροαπογοητεύσεις. Η πρώτη στάλα ιδρώτα φύτρωσε στο μέτωπο μετά απ’όλα τούτα, όταν άρχισε να ανεβαίνει το ανηφόρι της ζωής στο τεράστιο ερωτηματικό της. Κόπος πολύς και βάσανα και στεναγμοί, χαρές και πόνος, γεννήσεις και απώλειες, πάθοι και πόθοι, έρωτες και εγκατάλειψη, νοιάξιμο και αγάπη, προσφορά και αδιαφορία, δόσιμο και λεηλασία. Τι ήταν όλα ετούτα τα υλικά που ήταν φτιαγμένο; Μήτε που γνώριζε, μα μήτε και να τα αποφύγει μπορούσε. Οι σταγόνες στο μέτωπο διαρκώς αυξάνονταν, νέα προστίθενταν υλικά, κοροϊδίες και προδοσίες, αναισθησίες και χτυπήματα, αδειάσματα της ψυχής και κάπου μακριά το όνειρο και το όραμα. Έτσι ξεκίνησε τον πόλεμο με τη ζωή, πίστευε πως θα κερδίσει, ήθελε να νικήσει!

Αριστερά του ένας διάδρομος, μονοπάτι, ανηφόριζε με ελιγμούς, ήταν της καρδιάς, δεξιά του ένα άλλο, πιο ίσιο αυτό, ήταν της λογικής. Δεν πήρε κανένα από τα δυο. Όλος ο κόσμος αυτά ακολουθούσε. Έκανε ένα βήμα πίσω και βγήκε από το τεράστιο ερωτηματικό, ένα ακόμη σαν πήδημα και βγήκε έξω κι από τη δίφυλλη πόρτα. Δεν ήταν για τέτοια αυτός. Ξέφυγε για άλλους κόσμους. Έτρεξε σε μια πόλη που στα προάστια της είχανε μαζευτεί οι μάγισσες όλου του κόσμου. Εκεί πήγε, εκεί αντάμωσε γριές ξεδοντιάρες μα πολλές από αυτές ήταν και υπέροχες που είχαν φάει τη ζωή με την κουτάλα, που είχανε μάθει όλα τα μυστικά της, που είχανε γευτεί τις γεύσεις της όλες. Αυτές είχανε μαζέψει τα βότανα όλα και μ’αυτά λιώναν τον καημό, σκόρπιζαν τον πόνο, μεθούσαν την αγάπη, μάζευαν το κουράγιο, μάκραιναν την υπομονή, ποτίζανε τη δύναμη. Σαν μπήκε στο κονάκι τους δεν έλεγε να βγει. Μάζευε, μάζευε, γνώσεις, τερτίπια, καμώματα. Ήθελε να μάθει όσα γινόταν και όσα μπορούσε περισσότερα. Του έδιναν να πιεί από το ποτό που οι ίδιες έφτιαχναν και αυτός αξεδίψαστα το έπινε. Χανόταν ο νους και η ψυχή αντάμωνε μαζί του, σε εξωκόσμια μέρη, εκεί που δεν ξεχώριζε η τρέλα από τη λογική, το σωστό από το λάθος, η ανηφόρα από την κατηφόρα. Εκεί δεν μπόραγες να διαλέξεις, δεν ήθελες και δεν ήξερες. Κάποτε μια γρια γοργόνα του έφερε από τα βάθη της θάλασσας ένα φυτό που αφού το ανακάτωσε με κάτι άλλα, το έκανε σαν αλοιφή και το άπλωσε πάνω στο παξιμάδι του. Φάε, του είπε, μ’αυτό θα γνωρίσεις την απεραντοσύνη όχι μόνο του κόσμου μα και του νου. Αυτό του είπε που τώρα θαρρείς τρέλα, τίποτα μπορεί να μην είναι ή να είναι η μεγιστοποίηση της λογικής. Έτσι του είπε και ξαναβούτηξε στα απέραντα πελάγη ώσπου να ξαναεμφανιστεί και κάτι καινούριο να του φέρει. Είχανε τον τρόπο τους αυτές οι γριές. Μήτε μίζερες ήταν, μήτε ανάποδες, ίσα-ίσα γλυκές ήταν και γεμάτες από όλα και όλα αυτά γιατί δεν ήταν στερημένες. Όλα τα έζησαν, όλα τα γεύτηκαν. Τώρα έφτιαχναν τα φαρμακοβότανα για άλλους, για όσους ήθελαν πραγματικά να τα γνωρίσουν.

Μια άλλη γριά ξελύστρα, έτσι την έλεγαν όχι μόνο για τα ξέπλεκα ανθρακί μαλλιά της μα κυρίως γιατί μπόραγε να λύνει τα προβλήματα, μια μέρα που τον είδε κάπως κατσούφι, τον φώναξε στο πλάι της. Έλα, κάθισε, του είπε και πες μου γιατί τρέχεις το νου σου σε απάτητες για ‘σένα κορυφές. Τίποτα, του είπε, δεν είναι απάτητο και τίποτα δεν είναι πιο κοντά μας όταν θέλουμε να το δούμε και να το φτάσουμε. Πέρασε το ρυτιδιασμένο χέρι της στα μαλλιά του. Κάτι σαν ευλογία τον κυρίεψε. Αν μάθουμε, του είπε, να ηρεμούμε το θυμό, αν μάθουμε να τιθασεύουμε τον πόνο, αν απορρίψουμε όλα τα γιατί, τότε το πρόβλημα το κάνουμε δικό μας και τη λύση του πιο προσιτή. Ξελύστρα πραγματικη, μονολόγησε. Πόση αλήθεια είχανε τα λόγια της.

ΤΟΥ ΔΙΛΗΜΜΑΤΟΣ Ο ΦΟΒΟΣ

Εκεί που καθόταν ανακούρκουδα στο σαλόνι του νου, από απέναντι του ερχόταν σιμά του μια κυρά, γριά δεν μπορούσες να την πεις γιατί δαύτη δεν μπόρεσε να τη νικήσει ο χρόνος παρόλο που πέρασε από πάνω της. Τα μαλλιά της τα είχε μαζεμένα πίσω, τα χαρακτηριστικά της παρέμεναν ίδια με αυτά της νιότης της, η κορμοστασιά της λαμπάδα αναμμένη στο ναό της ομορφιάς. Τι συλλογάσαι, τον ρώτησε. Μήπως τι είναι έρωτας και πώς είναι η αγάπη; Ποιο το μεγαλείο τους και ποια η κατεσχύνη, γιατί κι από δαύτη μπόλικη υπάρχει, αν χαμηλά κατρακυλήσεις, ποιο το σκίρτημα και ποιο το ανάθεμα, γιατί η χαρά, προς τι το δάκρυ, γιατί το παίδεμα, γιατί ο παιδεμός. Ξέφυγε από τα δεύτερα, του είπε και τότε όλο σου το είναι θα ζει γι’αυτά τα δύο, την αγάπη και τον έρωτα. Όλα του τα εξήγησε χωρίς καν να προλάβει να ρωτήσει. Τι είναι τούτες μωρέ, σκέφτηκε. Ειι…άκουσε μια φωνή, τώρα που έμαθες αρκετά, τράβα να γνωρίσεις τις πουτάνες της ζωής. Χωρίς αμαρτίες δεν υπάρχει συγχώρηση, χωρίς πάθος δεν υπάρχει ζωή, η ισάδα είναι για τους τεμπέληδες που λάθρα ανέβηκαν στο τρένο της. Οι πουτάνες θα σε ξεναγήσουν στις ομορφιές της, μαζί τους θα πιείς το ποτό της, κοντά τους θα γευτείς λίγη από την ευτυχία της. Αυτές θα σε μεθύσουν με τα φιλιά του πόθου, μαζί τους θα ταξιδέψεις στα όνειρα.

Μη κάθεσαι του είπε, όσα περισσότερα προλάβεις τόσο πιο γεμάτος θα γυρίσεις. Τράβα, του είπε, όσο πιο μακρύ το ταξίδι τόσο πιο γεμάτα τα αμπάρια των αναμνήσεων. Πριν ξεκινήσει το μάτι του έπεσε σε μια γριά χοντρή που φαινόταν καλοσυνάτη και που ζέσταινε την αγκαλιά της μπρος σε ένα μαγκάλι γεμάτο με αναμμένα κάρβουνα. Δεν ήταν κάρβουνα, ήταν η πείρα της, ήταν η αγάπη της για τους ανθρώπους. Ζέσταινε τον κόρφο της να’ρθει να φωλιάσει ο πικραμένος, να αφήσει εκεί το παράπονό του ο παραπονεμένος, να λυτρωθεί ο αδικημένος. Δέχονταν τα βάσανα ολωνών και μετά τα έλιωνε σιγά-σιγά στο μαγκάλι της καρδιάς της. Ξελάφρωναν οι άλλοι, χόντρενε αυτή μα καθόλου δεν την πείραζε, είχε τον τρόπο της έτσι ώστε πάντα να αφήνει αδειανά κομμάτια της ψυχής να καλοδεχτούνε κι άλλους που θα ζήταγαν το αποκούμπι της αγκάλης της. Τι μεγαλείο Θεέ μου, αναφώνησε. Έβαλε τα χέρια της στη μέση και τον κοίταξε κατάματα. Φόραγε ένα κατακκόκινο λεπτό φόρεμα με τιράντες στους ώμους. Τι κι αν ήταν κι αυτή μιας κάποιας ηλικίας. Τα χρώματα μπορούσαν εύκολα να παίζουν ακόμη με τα χρόνια. Μα και το βυζί έστεκε ακόμη στη θέση του, τόσο που τσίτωναν οι ρώγες το λεπτό φόρεμα. Έλα, θα σου εξομολογηθώ ένα μυστικό, του είπε. Εμένα από μικρή με ρίξανε στα πεταμένα. Εκεί που ήταν τα άχρηστα, πλάι στα σκουπίδια. Εκεί που λες, από ανάγκη, έχωνα τα νύχια μου στη γη, το προτιμούσα από το να τα χώνω στη σάρκα μου. Σιγά-σιγά σκαλίζοντας βρήκα κάτι σπόρους, της υπομονής ήταν, της δύναμης ήταν, δεν ξέρω, θα σε γελάσω. Από αυτούς τους σπόρους βλάστησαν κάτι ομορφολούλουδα, τι να σου πω, είχανε κάτι εξαίσια χρώματα, θαρρώ πως ήτανε του πείσματος και της ελπίδας. Τα πήρα κι εγώ και από αυτά έφτιαξα κάτι σαν ροδόσταμο, που μια σταγόνα αν πιείς τίποταδεν θα φοβάσαι και όλα θα τα υπερνικάς. Έλα, πάρε αυτό το μπουκαλάκι, σου φτάνει για δέκα ζωές. Δεν θέλω για δέκα, για μια θέλω, ψέλλισε και από μέσα του έμεινε άναυδος με την τόση γενναιοδωρία. Ο χορτασμένος ποτέ του και τίποτα δεν τσιγκουνεύεται, ας είναι και η ίδια του η ζωή.

Γειά χαρά σας τις κούνησε το χέρι και τις αποχαιρέτισε, τώρα ξέρω είπε τι είναι ζωή, τώρα μπορώ να γεμίσω από δαύτην, ΓΕΙΑ ΧΑΡΑ και σας ευχαριστώ, πολύ σας ευχαριστώ.

Μέρες, μήνες, ίσως και χρόνια έκανε να φτάσει σιμά της, σερνάμενος, όχι για κανέναν άλλο λόγο μα από την αναπηρία της αγάπης, να της πει ότι την αγαπά, ότι τρελά ερωτευμένος είναι μαζί της και όλα τούτα επειδή τυφλωμένος ήταν από την τόση ομορφιά της. Ακτινοβολούσε ως πέρα μακριά, πώς μπορούσε αυτός να πλησιάσει, φοβόταν μην καεί. Γι'αυτό πέρναγε έτσι ο καιρός κοντοσιμά της. Φοβόταν το γκρέμισμα αν κάτι πήγαινε στραβά. Πάντα αθόρυβα, ήσυχα βρισκόταν στη σκιά της. Το νεύμα της περίμενε σιμά της να τρέξει να προλάβει όποια επιθυμία της ή όποια της ανάγκη. Πάντα ήθελε να είναι εκεί, μη τυχόν χρειαστεί να τον ψάξει, να τον ζητήσει, να τον φωνάξει. Προσπαθούσε να είναι πάντα καλά, μην τυχόν τη στεναχωρήσει, πάντα όρθιος να της δώσει το χέρι. Έτσι πέρναγε ο καιρός όσπου κάποια στιγμή νόμισε πως έφτασε τόσο κοντά της που θα μπορούσε να της μιλήσει. Το αποτέλεσμα; του κόπηκε η λαλιά. Ήταν που ήταν πολύ όμορφή, την είδε με κάτι χείλη ματωμένο κεράσι, με μια επιδερμίδα που τα χρώματα είχε της ντροπής και του πόθου. Τα μάτια της δυο ήλιοι, τόσο φωτεινοί, τόσο λαμπεροί που ακτινοβολούσαν στον κόσμο του όλο. Αμ εκείνη η κορμοστασιά της, λαμπάδα αναμμένη του έρωτα. Του κόπηκε η λαλιά σας λέω. Τι να της πει και πώς να της ξομολογηθεί; Μιλάνε στου θεούς; Εκεί ικετεύουνε μονάχα. Αυτός ήθελε να σταθεί στο πλάι της, ίσος, αντάξιος της και τώρα ξαφνικά μίκρηνε. Άθελά του γινόταν αυτό και κείνη τον αγαπούσε πολύ, έδινε και τη ζωή της, το ήξερε αυτό, γι'αυτό αν κάτι πήγαινε στραβά, θα χανόταν όλη η μαγεία της αγάπης. Γιατί είναι τόσο όμορφη, αναστέναξε. Γιατί ντύθηκε με όλα τα χρώματα της ομορφιάς, γιατί λίγο δεν κατέβηκε από το βάθρο της. Τον συνεπήρε η αύρα της, τι τον συνεπήρε, ανεμοστρόβιλος έγινε και τον ξαναπέταξε απέναντι. Το μόνο που πρόλαβε να ψελίσσει μέσα στη δύνη της ήταν το ΄΄τώρα γιατί το έκανες αυτό; Θα προλάβω τώρα να ξαναπλησιάσω;'' Ξεκίνησε πάλι σερνάμενος. Δεν ήξερε αν θα ξαναπρολάβει. Αυτή ήταν ένα λουλούδι που διαρκώς άνθιζε, αυτός την είχε συνοδία στη μοναξιά του. Όμως επειδή ήταν ο κόσμος του όλος, ποτέ δεν ένιωσε τούτη την ερημιά. Πέρναγαν τα χρόνια και η ρότα του πάντα ήταν η καρδιά της. Τα φαρμάκια του έρωτα, ζάχαρη που έλιωνε στο στόμα. Αν του ζήταγε να ξαναζήσει ή να ξαναπεθάνει γι'αυτήν καλύτερα θα το έκανε και με μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Α ρε έρωτα, μονολόγησε, α ρε αγάπη, αλήθεια τελικά είμαι πως μόνο μέσα από σας ζούμε τη ζωή και μέχρι το μεδούλι της τη ρουφάμε. Το παράπονο όμως παράπονο. Τώρα γιατί το έκανες αυτό;

Ο έρωτας χνάρι αφήνει στην ψυχή, όλα τ'άλλα αφήνουνε σημάδια, σκέφτηκε. Ήπιε μια γουλιά από το κόκκινο κρασί του που ήταν αφημένο πλάι του, μέσα σε ένα ψιλόκωνο κρυστάλλινο ποτήρι. Ήθελε λίγο να ζαλίσει το νου του, η καρδιά έτσι κι αλλιώς ζαλισμένη ήταν εδώ και χρόνια. Ένα δάκρυ ξεπήδησε από τα μάτια και άρχισε να κυλά αργά στο μάγουλο. Ήταν οι αναμνήσεις που το γέννησαν και το στερνοπούλι του παραπόνου. Σηκώθηκε, σήκωσε το κεφάλι του ψηλά, άνοιξε τα χέρια του και έφερε την πρώτη του γυροβολιά στης ζωής του το χορό. Όλο του το είναι κείνη τη στιγμή σε εκείνη ήταν δοσμένο. Να και η δεύτερη, να και η τρίτη ώσπου απογειώθηκε και πέταξε κοντά της. Απόφαση είχε πάρει να προλάβει και πρόλαβε. Την κοίταξε στα μάτια και την ίδια στιγμή στην αγκαλιά του την άρπαξε. Τα χείλη του κόλλησαν στα δικά της και ήπιε απο κει όλα της ζωής του τα στερημένα. Τώρα γιατί το έκανες αυτό, ψυθίρισε και χαμογέλασε πλατιά. Ένα χαμόγελο ταξιδευτής.

Η ΓΚΑΛΕΡΙ

Περπατώντας στους μεγάλους δρόμους του νου, αφού περιπλανήθηκε σε σοκάκια και μονοπάτια της θύμησης σαν τότε που βρέθηκε στο Παρίσι, χαμένος και παραξενεμένος από αυτά που πρωτοέβλεπε, τα αξιοθέατα μιας μεγαλούπολης, την οργάνωσή της, τον τρόπο ζωής της, αντάμωσε την γκαλερί της ζωής του όπως και τότε στην πλακόστρωτη μεγάλη ολοστρόγγυλη πλατεία του De thymasai, που στη βιτρίνα της είχε λογής λογής πίνακες, μεγάλους και μικρούς, με πανέμορφα χρώματα ζωγραφισμένους και με όλων των ειδών ζωγραφικές, από το postolene ayto εώς το postolene ekeino. Τότε θυμάται είχε μπει μέσα να θαυμάσει τα έργα των μεγάλων ζωγράφων της εποχής του ή και των προγενέστερων. Τον καλοδέχτηκαν οι υπεύθυνοι της γκαλερί και αμέσως του πρόσφεραν sushi και champagne, από ευγένεια και αβροφρωσύνη καλά τα πήγαιναν, λίγο τα χάλασαν στις τιμές όταν ρώτησε για ένα πίνακα που του άρεσε και ήταν poynajerogo. Η τιμή ήταν εφωφρενικά υψηλή ακόμη και για αυτόν που στο λάβαρο της φαμίλιας του έγραφε ploysiapsyxh. Τους ευχαρίστησε και αφού πήρε ένα κομμάτι ακόμη shusi βγήκε έξω να περιπλανηθεί στη μεγάλη αυτή πόλη που ο ποταμός που τη διέσχιζε θαρρείς και υπήρχε για να μπορούν να στολίσουν τις γέφυρες του με ό,τι όμορφο ή σχεδόν όμορφο ή και με malakia για εμάς τέλος πάντων. Shikoyana θαρρώ πως τον έλεγαν. Αντάμωσε και τον πύργο της, Eiffel τον λέγανε, δεν ξέρω γιατί, ίσως ήταν αυτός που τον έκανε γιατί είχε εργοστάσιο σιδήρου και ήθελε να ξοδέψει την παραγωγή του ή τον χάρισε γιατί ήταν πολύ σωβινιστής, δεν με ενδιαφέρει. Αντάμωσε ακόμα τις καμάρες της και τα ilithia pedia, τα έλεγαν έτσι γιατί πήγαιναν εκεί και αποχαυνόνονταν όλοι γύρω-γύρω από ένα συντριβάνι σαν να ήταν κάτι μαγευτικό, αυτό δεν χρειάστηκε να απορήσει ή να ρωτήσει, το έβλεπε μόνος του. Έτσι ήταν τα πράγματα έξω, η γκαλερί όμως είναι άλλο πράγμα. Δεν υπάρχει άσχημη ή κακιά γκαλερί. Δεν θα βρεις γκαλερί κακιά με αποκρουστικά θέματα στους πίνακές της. Όλοι οι πίνακες προσπαθούν να αναπαραστήσουν την ομορφιά όσο αυτό είναι δυνατόν, τη μαγεία της ψυχής, τη φαντασία του νου. Ακόμη και τα άγρια τοπία μια στιγμή αναπαριστούν της ψυχής, ίσως θυμό δικό μας ή της φύσης, ίσως αγανάκτησης ή παραπόνου. Ποτέ όμως κακία. Έτσι ήταν και η γκαλερί της ζωής του, πίνακες γεμάτη. Πίνακες ερωτικούς με ερωτευμένα Ζευγάρια σε απόμερες ακροθαλασσιές, πίνακες μοναξιάς, ερημονήσια χαμένα στα πέλαγα του νου, πίνακες ρομαντικούς, μαγευτικά ηλιοβασιλέματα, πίνακες, πίνακες, πίνακες που αναπαριστούσαν κάθε σταθμό, μεγάλο ή μικρό της ζωής του. Έξω από την γκαλερί παρατηρούσε τον κόσμο, τους ανθρώπους, τα κτίρια, τη φύση, όση απόμεινε, τις συμπεριφορές. Θυμάται τότε στις Βρυξέλλες, αλήθεια όπως παρατήρησε και η Ακρίτα, όλες οι πρωτεύουσες είναι μία, Αθήνα, Παρίσι, Μόσχα, Ρώμη, Λονδίνο, αυτή γιατί ήτανε πολλές ποτέ του δεν κατάλαβε. Εκεί τα παλιά τους ανάκτορα και τα κλασικά τους κτίρια όλα ήταν κεντημένα με αμέτρητα μικρά αγαλματάκια, με μύριες μικρές παραστάσεις σαν να τα έφτιαξε η πιο καλή κεντήστρα για να δείξει τη νοικοκυροσήνη της. Γιατί το έκαναν δεν κατάλαβε, αφού εσύ από κάτων χρειαζόσουν τεράστιο μεγενθυντικό φακό για να καταλάβεις τι ήταν και πιο το νόημα τους. Δεν είχαν τη λιτότητα και τη μεγαλοσύνη τον αρχαίων ελληνικών αγαλμάτων, αυτά ήταν σαν χαλκομανίες πάνω σε τοίχους. Χαρά στην υπομονή τους πάντως. Καλά που το θυμήθηκε. Εκείνη η μεγάλη, όμορφη λεωφόρος του Παρισιού, η Champs-Élysées , αλήθεια πόσο πιο όμορφη θα ήταν και πόσο πιο μεγάλη αν ήταν η πραγματική. Πού είναι η πραγματική Élysées και αυτή είναι σαν εκείνη.

Ξέφυγε όμως ο νους σε απορίες που δεν στοιχίζουν. Έτσι απέφευγε τους σκοπέλους και τις μουτζούρες της ζωής του γιατί δεν είχε και από δαύτες αρκετές, μπόλικες θα έλεγα. Μουτζούρες που άθελά του χαλούσαν τους πίνακες που με πολύ μεράκι έφτιαχνε ή άλλες φορές έπεφτε όλη η μπογιά πάνω τους ή ακόμη άλλοι την πετούσαν πάνω τους έτσι ώστε να τους καταστρέψουν εντελώς. Φτου κι απ’την αρχή ύστερα. Ήξερε πως η ζωή τελειώνει με την τελευταία ανάσα. Κουράγιο, έλεγε, κουράγιο και ξαναέστηνε την παλέτα μπρος του. Όχι, δεν έκανε αγγαρία γιατί το μόνο σίγουρο ήταν πως αγαπούσε της ζωή και καινούριοι πίνακες θα αντικαταστούσαν τους κατεστραμμένους. Ίσως με νέα χρώματα, ομορφότερα. Νέα χρώματα, ομορφότερα, όμως αμέσως σχεδόν, πάνω τους άλλοι άπλωναν το μαύρο, θανατήλα σκέτη.

ΑΝΕΜΟΣΤΡΟΒΙΛΟΣ

Έτρεχε μέσα στην πόλη, την όποια πόλη, δεν είχε σημασία, αλλόφρων να προλάΒει ό,τι από γεννησιμιού του του είχαν πει και του είχαν μάθει, καλός μαθητής του συστήματος και στους νόμους υπάκουος. Έτρεχε να προλάβει τα άχρηστα γι’αυτόν μα τα χρήσιμα για εκείνους. Όπου κι αν γύριζε το βλέμμα του ίδιους αντάμωνε ανθρώπους, βιαστικούς, χαμένους και αγωνιώδεις. Οι περισσότεροι ψάχναν ένα κλαράκι για να πιαστούν, ένα χορταράκι να ελαφροπατήσουν γιατί παρ’όλο το τρεχαλητό, αλυσίδες είχαν στα πόδια. Δεμένους τους είχαν όλους γύρω από την μέγγενη μιας ζωής που άλλοι αποφάσισαν γι’αυτούς. Όσους ονειροπολούσαν, όσους έκρυβαν την ελπίδα στα μάτια τους, τους έκλειναν σε κάτι ευαγή ιδρύματα, τρελλάδικα τα έλεγα. Είχαν φροντίσει και γι’αυτό ώστε ελεύθεροι να μην κυκλοφορούν και παρασύρουν και άλλους. Σκατοσύστημα, σκέφτηκε, που αλλοτριώνεις τους ανθρώπους και απαλλοτριώνεις τις ψυχές τους. Εγώ παράγω, εσύ καταναλώνεις, εγώ πουλάω, εσύ αγοράζεις, εγώ ξεφτελίζω, εσύ ξεφτελίζεσαι, εγώ άρχω, εσύ προσκυνάς, εγώ σημαδεύω, εσύ γίνεσαι στόχος, εγώ σκοτώνω, εσύ τη ζωή αποχαιρετάς. Ρε δεν πάτε να γαμηθείτε, ήταν η αντίστασή του. Έτσι, έπαιρνε παράταση για την επόμενη ώρα, για την επόμενη μέρα, περισσότερο δεν γινότανε. Τώρα τελευταία, τον τελευταίο καιρό δηλαδή, όλα τους τα μέσα ήταν πώς θα τον πιέσουν περισσότερο, πώς θα τον αποχαυνόσουν, πώς θα τον τρελάνουν. Βάλθηκαν κάθε μέρα να του αφαιρούν και ένα κομμάτι από πάνω του, είτε αξιοπρέπεια ήταν αυτό, είτε γαλήνη. Τον φόρτωναν με αγωνίες, με αμφιβολίες, με ανημποριές και τον ξαμολούσαν στις στράτες που έφτιαξαν εκείνοι. Κάθε μέρα του μίκραιναν τα όνειρα, του αφαιρούσαν τις ελπίδες, του ξέκοβαν δυνάμεις. Κοίτα, του έλεγαν τι κόσμο ετοιμάζουμε για τα παιδιά σου. Μολυσμένο και βρώμικο. Κοίτα, του έλεγαν πώς σκοτώνουμε τους ανθρώπους, δίχως να αντιδράς, κοίτα αύριο, δεν θα έχεις δουλειά, η ανεργία θα πέσει στα κεφάλια σας, κοίτα σε λίγο θα σου λείψει και το ψωμί, κοίτα εμείς σπέρνουμε αρρώστιες, εσύ θερίζεις. Κοίτα, του έλεγαν, η επιστήμη μας όλο και πιο πολύ προοδεύει και νέες ανακακαλύπτει μεθόδους που πάνω σου θα εφαρμόσουμε. Ξέρεις, του είπανε κάποια στιγμή, γιατί τα κάνουμε όλα αυτά; Γιατί τώρα τελευταία ανακαλύψαμε ένα πιεσόμετρο όχι σαν εκείνο που μετράει τους παλμούς τις καρδιάς, αυτά τα καταργήσαμε, δεν τα χρειαζόμαστε μα ένα άλλο που να μπορεί να μετράει τις αντοχές του κόσμου. Το φοράμε στο κεφάλι, ατσάλινο καθώς είναι και όλο και πιότερο το σφίγγουμε. Να μια δόση ανεργία, να μια δόση φτώχεια, να μια δόση φονικά, να μια δόση λεηλασία, να μια δόση απανθρωπιά, να μια δόση πόλεμοι και τόσα άλλα ακόμη, που θα πάει, θα μάθουμε τις αντοχές σας. Ρε πουτάνες, του ανταπάντησε, ό,τι και να κάνετε οι γέννες μας περισσότερες είναι και οι αντοχές μας μέχρι εκεί που δεν φαντάζεστε. Μια φτυσιά είστε όλοι σας. Τίποτα παραπάνω, άντε γειά. Ανεμοστρόβιλος όλα, μονολόγησε.

Ο καιρός της ψυχής του όλο και πιότερο σκοτείνιαζε. Σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται στον ουρανό της. Ένα αγέρι που φύσαγε άρχισε να λυσσομανά πάνω της. Έρμη ψυχή μου, μονολόγησε, τι σε περιμένει ακόμη και ακόμη πόσο θα αντέξεις. Έσφιξε τις χούφτες του. Όσο θα δέχομαι τους κεραυνούς σας, τόσο εγώ θα σηκώνω αλεξικέραυνα, όσο θα με παγώνετε, τόσο εγώ θα ζεσταίνομαιμε το χνώτο της αντίστασης, όσο θα με πλυμμηρίζετε, τόσο εγώ θα στήνω γέφυρες διάσωσης. Δεν με πιστεύετε; Γιατί δεν βλέπετε ότι από μόνος μου κυνηγώ τους ανεμοστρόβιλους; Προετοιμάζομαι γι’αυτούς, μπαίνω στη δίνη τους. Τι όμορφο παιχνίδι αλήθεια, τι συναρπαστικό. Μπαίνεις στο κέντρο τους και ξαφνικά ανυψώνεσαι στον ουρανό, ξαφνικά βρίσκεσαι σε έναν άλλο τόπο, όσο γρήγορο και να ΄ναι το ταξίδι. Άσε που στο διάβα σου παίρνεις μαζί σου σκουπίδια και μαλάματα. Η ίδια η ζωή σου λέω δεν ξέρεις ούτε τι θα σου φέρει ούτε τι θα σου πάρει, ούτε τι θα αποτραβήξει, ούτε τι γενναιόδωρα θα σου προσφέρει. Εσύ πρέπει πάντα έτοιμος να είσαι να μπεις στη δίνη της. Αν μπορείς έγκαιρα να ξεχωρίσεις τα σκουπίδια από τα μαλάματα, να φας τα τσιπς και να πετάξεις το χυλό. Αν μπορείς να μυρίσεις τον ανθό και να αποφύγεις τα σκατά και αν μπορείς να ποτίζεις τα λουλούδια ώστε να μη μαραθούν ποτέ. Ρούφηξε μια ρουφηξιά από το ποτό του, μια ρουφηξιά από τη ζωή του, άλλωστε τι είναι η ζωή σκέφτηκε, μια ρουφηξιά από την αιωνιότητα, μια ρουφηξιά από το τίποτα δηλαδή. Πήρε ένα πατατάκι και το έφερε στο στόμα του. Όλες του οι αισθήσεις μαζεύτηκαν στη γεύση. Νόστιμη που είσαι ζωή, σκέφτηκε, γιατί με μιας τον διαπέρασε το κύμα του έρωτα από την αγάπη του φερμένο. Ένα τσιπς που το γευόμαστε με όλο μας το είναι είναι η ζωή όταν όμορφη είναι και ένα φαρμάκι, ένα καταπότι όταν τσιριμόνιες μας κάνει. Σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις και οι ανεμοστρόβιλοι σωρό. Ο ένας σε παίρνει, σε σηκώνει ψηλά και σε κάνει θεό και ο άλλος σε παίρνει και σε πετάει σχισμένο σώβρακο στον κάδο με της ζωής τα άπλυτα. Έλα ψυχή μου ξαστέρωσε, ανάμεσα από τους ανεμοστρόβιλους είναι η ξαστεριά, είναι τα πρωινά που ήλιος λαμπυρίζει στη θάλασσα, είναι τα πρωινά που οι ανατολές πίνακες είναι ζωγραφισμένοι από της ομορφιάς το χέρι. Τι είναι καλύτερο, σκέφτηκε, ο ανεμοστρόβιλος που σε σηκώνει ψηλά και σε κάνει μικρό θεό ή τούτα τα πρωινά και τούτες οι ανατολές. Ό,τι και να ‘ναι αξίζει, εκείνο που δεν αξίζει είναι να είσαι σχισμένο σώβρακο στον κάδο με της ζωής τα άπλυτα, φώναξε δυνατά. Μια ιδέα του ήρθε στο νου, να παίξει με τις πεθυμιές. Μα τι είναι αλήθεια πεθυμιά;

ΕΠΙΘΥΜΙΑ

Μικρό παιδί, απροστάτευτο, την είχαν αφήσει σε μια γωνιά ενός άδειου παγωμένου δωματίου. Τα ποδαράκια της γυμνά, τα ρουχαλάκια της σχισμένα. Σκασμένα και τα χειλάκια της από το αγέρι του απραγματοποίητου. Μάτια φοβισμένα μα γεμάτα καρτεριά. Ορθάνοικτα να προσδοκούν το αναπάντεχο, αυτό που θα το προσκαλούσε στην αγκάλη του. Μικρό παιδί στη γωνιά του στριμωγμένο. Ανασούλες κοφτές να προφτάσει το χρόνο και να νικήσει το φόβο. Κάτσε εδώ, του είπαν, τώρα προέχουν άλλα, τώρα πρέπει να προλάβουμε άλλα πιο άμεσα, τώρα έχουμε άλλους στόχους, τώρα αλλού μας βάλανε να σκοπεύουμε. Δεν έβγαλε μιλιά, άλλωστε τι μπορούσε να πει ένα μικρό παιδί. Διπλώθηκε στα αδύνατά του γονατάκια, έσκυψε το κεφάλι μέσα τους, να ζεσταίνεται με την ανάσα του, σταύρωσε και τα χέρια μπρος του και περίμενε. Απέναντί του είχε ένα μικρό παράθυρο, να μπαίνει λίγο φως, να το ζεσταίνει λίγος ήλιος όταν αραιά και που εμφανιζόταν. Άκουγε έξω τα τρεχαλητά του κόσμου, τα ποδοβολητά των καταπατημένων ονείρων, τα άλματα προς τα ασήμαντα, το φευγιό αγκαζέ με το τίποτα και πιότερο κρύωνε η καρδούλα του. Μοιρολάτρες, σκεφτόταν, που είναι οι παίχτες της ζωής και ας ήτανε μικρό παιδί.

Ο χρόνος κυλούσε αμείλικτος, κουλουριασμένο μεγάλωνε και αυτό. Άρχισε να σχηματίζεται σε κορίτσι πανέμορφο. Πάλι όμως μόνο ήταν, δεν ήρθε να το πλησιάσει κανένας νέος, να του δώσει το χέρι και να του πει έλα , έλα να πάμε εκεί έξω που μας καρτερά η νιότη, μαζί της θα σύρουμε το χορό που μας αρμόζει, εμάς δυο νέους ζωή γεμάτους. Άπλωνε το χέρι του και το κράταγε εκεί μετέωρο ώσπου κουραζότανε και ξαναμαζευόταν στη γωνιά του και ξαναπερίμενε. Μέσα του φώναζε και στέναζε. Έλα, έλα, έλεγε, επιτέλους, ήξερε πως έγινε γυναίκα με όλα της τα θέλγητρα. Οι ρώγες τις ολόρθες προς τον ουρανό, να προσεύχονται τον πόθο, τα καπούλια της δυνατά, έτοιμα να καβαλικέψουν τη ζωή, τα χέρια της απλωμένα στους τέσσερις ορίζοντες, μη τυχόν και ξεφύγει κάτι από μέσα τους και όμως έμενε μόνη, μόνη και έρημη μέσα σε ένα κόσμο που χαράμιζε τη ζωή του μακριά της. Πέρναγαν από δίπλα της και την αγνοούσαν, την άγγιζαν και δεν την ένιωθαν, πότε-πότε της μονολογούσαν αλλά μέχρι εκεί. Ψευτονταήδες της ζωής, σκεφτόταν, ψευτοπαλικαράδες. Πού είστε μωρέ να με αρπάξετε στα μπράτσα σας και να με πάτε καλπάζοντας στις απάτητες κορυφές, του νου και της καρδιάς σας. Αφού το ξέρω πως με θέτε γιατί κιοτεύετε μωρέ, ατέλειωτη θαρρείτε πως είναι η ζωής σας, μια ανάσα του αύριο είναι μονάχα, ένα τσακ άντε δυο, όπως το κάνετε στο κέφι ή στη δυσκολία με σφίξιμο των χειλιών. Το όνομά μου επιθυμία είναι, πότε θα το φωνάξετε; Η ζωή και ο καιρός γλιστρά μέσα από τα χέρια σας δίχως να το καταλάβαιτε γιατί εγώ λείπω. Καμπουριάσατε, άσπρισαν τα μαλλιά σας χωρίς να με βγάλετε έξω από το παγωμένο δωμάτιο όπου με βάλατε μικρή ακόμα και να χορέψετε μαζί μου τη ζωή που σας χαρίστηκε και εσείς προσβάλλατε. Ένας δεν βρέθηκε ακόμα να με κάνει βασίλισσα στα όνειρά του. Κιότηδες όλοι, ψευτονταήδες, σιγοψιθύρισε. Εμένα με λένε ΕΠΙΘΥΜΙΑ, φώναξε δυνατά, κάπου, κάποια στιγμή θα ανταμώσω με τα θέλω σας και τότε θα σας δείξω τι πραγματικά είναι ζωή, γειά σας τώρα. Α…και τι είναι αγάπη.

ΑΠΕΡΑΝΤΟΣΥΝΗ

Μια λέξη μονάχα πώς μπορεί να κρύβει τόση γλύκα μέσα της. Τον ορίζοντα κοιτάς από ψηλά και στην απεραντοσύνη του χάνεσαι. Πόσα ο νους μπορεί να βάλει και στο διάβα του και την καρδιά του να παρασύρει; Απεραντοσύνη. Μια λέξη που ούτε αρχή έχει, μήτε τέλος. Μπορείς μέσα της να αφεθείς σε ταξίδια του νου και της ψυχής μαγικά, σε ταξίδια που θες, σε ταξίδια που δεν γνώρισες και πολύ περισσότερο σε ταξίδια που δεν έζησες. Μπορείς στην απεραντοσύνη να ταξιδέψεις των ονείρων σου, τις πεθυμιές σου να τις κάνεις αραξοβόλια της και μετά καινούρια φουσκόματα των πανιών για νέες αρχές. Η φαντασία μέσα της λεύτερη αφήνεται, δεν ξέρω ποια είναι πιο τρανή, η πρώτη θαρρώ καθώς η φαντασία ανθρώπινη είναι και κάπου περιορίζεται ενώ ετούτη εδώ όχι. Μέσα της αφήνεται ν’ ανακαλύψει καινούρια στασίδια της ζωής, μπουμπουκιασμένες προσδοκίες, έτοιμες πανέμορφα να γενούν λουλούδια ή και καρποί που θα μελώσουν τα χείλη. Η νοσταλγία μέσα της ιχνηλάτης γίνεται του χθες δίχως τελειωμό, τρανεύει ό,τι όμορφο έζησες, ξανασυναντάς το ποθούμενό σου, την όμορφη πλευρά βλέπεις της ζωής, δίχως τσιγκουνιές, ένα αφημένο κάδρο στη θάλασσα που αέναα ταξιδεύει. Σε ρώτησα μ’αγαπάς; Και με μισόκλειστα χείλη, πολύ συνεσταλμένα, απέραντα, μου είπες.

ΤΟ ΚΛΑΡΑΚΙ

Έφυγε…να ξεφύγει ήθελε από την καταχνιά τησς ζωής, τα ξέφωτά της να βρει, να λουστεί στα όνειρα και στις πευθμιές της, το χάδι ήθελε της αγάπης στο πρόσωπο, το φιλί του έρωτα στο λαιμό, το ξόρκι να βρει της ανημποριάς. Θολό ποτάμι κύλαγε η ζωή, πότε αφρισμένο, πότε ήρεμο μα ποτέ καθάριο. Το θολώναν τα πρέπει και οι συμβιβασμοί, τα ψεύτικα διλήμματα, τα κρυμμένα λόγια. Άλλα του φώναζε η καρδιά άλλα τα χείλη του του ΄λεγαν. Να ξεμπροστιάσει ήθελε τούτη τη ζωή, μια και καλή να ξεμπερδέψει μαζί της, να αφουγκραστεί τον αληθινό της κτύπο, να ξεδιψάσει στην πηγή της αμαρτίας γιατί εκεί ήταν η αλήθεια της. Κρυμμένες αγάπες, ανομολόγητοι έρωτες, σκέφτηκε και το ποτάμι να κυλά πάντοτε θολό. Έφυγε, το φιλί του έρωτα στο λαιμό τον καρτερούσε, το ξάναμμα πάνω στο ποθοκρέβατο, η μέθη από τα λόγια της αγάπης. Αυτή ήταν η αλήθεια του και αυτή ήθελε να ανταμώσει από το φευγιό της απατηλής ζωής του. Τι είναι αμαρτία, σκεφτηκε, ετούτα εδώ ή η ψεύτικη ζωή που τώρα ζω και μια κοινωνία έτοιμη να σε κατασπαράξει γιατί ταράζεις τις ηθικές αρχές της που τις προσάρμοσαν στα γλειώδη κατασκευάσματα των ψεύτικων αξιών της. Έτοιμοι είναι να σε γκρεμοτσακίσουν μόνο και μόνο μην τους βγάλεις από το λήθαργο της απέραντης υποκρισίας μέσα στην οποία ζούσαν. Δεν ξέραν οι ελλεεινοί ότι σε κάθε γκρεμό φυτρώνει και ένα κλαράκι κόντρα σε όλες τις αντιξοότητες δίχως νερό, κόντρα στους αγέριδες με μονάχα τη θέλησή του να ζήσει. Εκεί στη μέση του πουθενά, δίχως χώμα, δίχως νερό, με μόνη καλοδεχούμενη χαρά την ηλιαχτίδα και το ανεμοβρόχι που και που να δροσίζει τη μοναξιά του, να δείχνει το μεγαλείο του και τη θέληση του να υπάρξει. Εδώ είμαι, φωνάζει. Όποιος πέσει στο γκρεμό από ΄μενα μπορεί να πιαστεί, έχω απλώσει και άλλα κλαράκια έτοιμα να σώσουν όποιον την πίκρα του δεν μπόραγε να αντέξει, όποιον η προδοσία του λύγισε τις πλάτες και όποιον η αγάπη του φόρεσε ακάνθινο στεφάνι αντίς του φτιαγμένου με όμορφες ανατολές, με δειλινά μαγευτικά, με ταξιδεμένα φιλιά σε αναψοκοκκινισμένα μάγουλα του πόθου, με χάδια εξερευνητές που ταξίδεψαν και αυτά σε ακροθαλασσιά της ψυχής. Στα ακροθαλάσσια της ψυχής, εκεί είναι η αλήθεια μας. Εκεί που η ματιά βυθίζεται στις λίμνες των ματιών της, λάμποντας από το φως του έρωτα, εκεί που μπορείς να κατεβάσεις το φεγγάρι και να το καρφιτσώσεις στα ολόχρυσα μαλλιά της, ένα μ’εκείνο, εκεί που η πλανεύτρα θάλασσα του πάθους αφήνεται στα ταξίδια της ηδονής, κενούριους να βρεις κόρφους ζεστούς, εκεί που ο ταξιδευτής των ονείρων τα φέρνει στην αγκάλη σου, εκεί που εσύ ο ίδιος με τη ζωή σμίγεις. Εδώ δεν έχουν καμία θέση η σκοτεινή ματιά, η ασέληνη νύχτα, η αγριεμένη θάλασσα της ντροπής και του πρέπει, τα εφιαλτικά όνειρα. Είναι μπορετό η αγάπη να είναι σιδηροδέσμια της απατηλής καθημερινότητας, της ψεύτικης υποκριτικής συμπεριφοράς, των νόμων του νου και όχι εκείνων της καρδιάς; Η αγάπη θέλει λεύτερη να είναι, να πετά στις πιο ψηλές κορυφές, να σμίγει με τα καλέσματα του έρωτα, να κρυφογελά με τον πόθο, να κρύβει κάτω από τις φτερούγες της το νιάξιμο, να τρέχει να προλάβει τις πεθυμιές μιας καρδιάς που ανεκτίμητο δώρο της δόθηκε. Σήκωσε τα μάτια του προς τη μέση του γκρεμού και είδε πολλούς να κρέμονται από το κλαράκι. Τούτοι είχαν το θάρρος να πηδήξουν στο γκρεμό, να ξεφύγουν από όλα τα δήθεν της ζωής τους και το κυριότερο δήθεν υπάρχω. Ίσως κάπου μέσα του ήξεραν ότι θα βρεθεί ένα κλαράκι να πιαστούν σαν ένα χέρι που θα τους τραβήξει από τα σκοτάδια και τη βρώμα που ζούσαν. Οι περισσότεροι που τολμούσαν από κάπου πιάνονταν, λίγοι ξέφευγαν και έπεφταν, ήταν όμως λυτρωμένοι, οι άλλοι που έμεναν επάνω, ξερόκλαδα καταντούσαν δίχως τους χυμούς της ζωής, βουτηγμένοι μέσα στο ψέμα και την άγνοια, ανέντιμοι απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό. Γειά χαρά σας ψευτονταήδες της ζωής, φώναξε, γειά χαρά σας. Σιμά μου είναι η αγάπη.

Η ΑΓΑΠΗ

Σαν η ανατολή που κόκκινη, ντροπαλή προβάλει όταν το σκοτάδι της νύχτας γκριζάρει στον ορίζοντα και γίνεται ήλιος που στο φανέρωμά του ανοίγουν τα πουλιά, όλα τα πουλιά, τα φτερά τους να πετάξουν στους ουρανούς που καρτερούν, έτσι έκλεψε και αυτός λίγο από το αύριο που ονειρευόταν, το έκλεισε σφιχτά στι φούχτα, τα παραθυρόφυλλα σφάλισε των ματιών του και ξανοίχτηκε στα πελάη της καρδιάς, εκεί που ξομολογιέται η ψυχή για αμαρτίες που διάβηκαν και για ΄κείνες που ήθελε να ζήσει. Πρωτύστερα, πήρε την πανσέληνο στο χέρι, του πελάου πήρε κρυστάλλινο νερό, από τον ουρανό έκλεψε ένα αστέρι και μαζί της κίνησε κόντρα στον καιρό. Έτσι γιόμιζε τον νου και την καρδιά του. Ίσαμε τα τώρα, τα γρέζα του κοψίματος της ζωής του από τα πρέπει του κοκκίνιζαν τα μάτια. Αυτός ήθελε να σταθεί κάτω από τη βρχή της αδήλωτης πεθυμιάς που κρυφόκαιγε στα στήθη του και μαζί της χορό να σύρει έξω από τα σκοτάδια της ψυχής. Έκλεισε τα μάτια και ταξίδεψε στα γαλήνια νερά της νοσταλγίας, σε όμορφα ακροθαλάσσια αντάμωσε τους έρωτες που άξιζαν, ιχνηλάτες τους έκανε και νέα ρότα χάραξε στα αλήθινά της ζωής καλέσματα. Έφυγε, να ξεφύγει ήθελε από την καταχνιά της ζωής, τα ξέφωτα της έψαχνε ώστε να λουστεί εκεί με όνειρα και ελπίδες, με την ανάσα της πευθμιάς, το χάδι της αγάπης ν ανιώσει στο πρόσωπο, το φιλί του έρωτα στο λαιμό, της ανημποριάς να βρει το ξόρκι. Η θάλασσα που ξανοιγόταν μπρος του, όποτε κι αν την κοίταζε, το χρώμα είχε των ματιών της, πότε γαλανή, πότε πράσινη, πότε και τα δυο μαζί, ποτέ όμως σκοτεινή. Τα μάτια της αγαπημένης του ποτέ τους δεν σκοτείνιαζαν, μόνο μερικές φορές στις μεγάλες πίκρες, στους αφόρητους χαμούς, βυθίζονταν μες στη λεηλασία του καημού και ορφάνευαν την ομορφιά τους. Σ’ αυτή τη θάλασσα ταξίδευε. Τάχαμου μερικές φορές έκανε τον καπετάνιο να ψιλώσει λίγο τον εαυτό του, αντάξιος της να φανεί μα μέσα του ήξερε καλά πως το έκανε να την προφυλάξει από τους αγέριδες, από το ανεμοβρόχι και τα αστραπόβροντα της ζωής. Άλλες πάλι φορές τον μούτσο έκανε, κάθε επιθυμία της να προλάβει πριν τη ζωγραφίσουν τα μάτια της και πριν ειπωθεί από τα κερασένια της τα χείλη.

ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

Άνοιξε την πόρτα της καρδιάς και μπήκε σαν δροσερό αγέρι απέναντι στο λίβα της απόγνωσης, σαν γέλιο όπως το γάργαρο νερό που κυλά πάνω σε αστραφτερά βότσαλα, σαν άνοιξη στην παγωνιά της μοναξιάς, σαν φιλί, βάλσαμο στις πληγές του πικραμένου, σαν στάλες βροχής σε πυρωμένο πρόσωπο, σαν ίαμα στον πυρετό, σαν νεράιδα που ξεχύνεται χορεύοντας πάνω στα συντρίμμια των ανεκπλήρωτων θέλω. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε εκεί που ακόμη αντιστεκόταν η ζωή, εκεί που η θέληση μάχονταν με την παραίτηση, εκεί που η ελπίδα φύτρωνε πανέμορφο λουλούδι πάνω σε ξερό γέρικο βράχο, εκεί που ποτίζονταν τα χείλη από τον πειρασμό της προσμονής του έρωτα, εκεί που ο πόθος έπαιζε κρυφτό με τις μύριες ανατολές πολυπρόσμενων ηδονών, εκεί που καιροφυλαχτά η επόμενη αέναη στιγμή, σημάδι τρανό που φώναζε θέλω να ζήσω. Άνοιξε τη πόρτα και μπήκε και βρήκε ένα χέρι απλωμένο να την καλέι, μια καρδιά ολάνοιχτη να την προσμένει, μια ζέστη να κουρνιάσει αγκαλιά, μια ανάσα έτοιμη να ξαναγεννηθείο από την ανάσα της, έναν κόρφο καλοδέχτη του παραπόνου. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε και βρέθηκε στον τοκετό της ζωής που η ίδια προκάλεσε με το ζευγάρωμά της μαζί του. Σιγά καλέ και τι έγινα, του έλεγε και το γέλιο της τράνταζε την καρδιά της. Ναι, έτσι γέλαγε με την καρδιά της. Το στόμα της φίλντισι ήταν στο πρόσωπό της, τα μάτια της καταπράσινες λίμνες γεμάτες με βαρκούλες της χαράς, τα στήθια της των ηδονών αραξοβόλια. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε και ένα αεράκι όρμησε μαζί της μέσα να αερίσει το χώρο που είχε κακοφορμίσει η ερημιά της ζωής, το φινάλε που ερχότανε όλο και πιο σιμά, ο χαμός του αναπάντεχου. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε και έσκυψε να μοσχομυρίσει το βασιλικό που φύτρωσε στην καρδιά του από το σπόρο που εκείνη έσπειρε μόλις τα χείλη της απαλοφίλησαν τα δικά του. Αεράκι η ανάσα της, διέλυσε κάτι μικρά λευκά συννεφάκια σκέψηε που είχαν χαμηλώσει απειλητικά πάνω του ότι τάχα το μερίδιο της χαράς το είχε εισπράξει ίσαμε τα τώρα και τώρα δεν δικαιούτε άλλο. Μπούρδες, ψέμματα, ποιος είναι αυτός που ορίζει το τέλος της χαράς, ποιος μπορεί να πει ίσαμε εδώ και μη παρέκει αφού η χαρά δεν αφήνει την ψυχή να ξεραθεί, αυτή την ποτίζει και με αυτήν η ψυχή ανθογεννά. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε, το φαναράκι του έρωτα κρατώντας στο χέρι και τους χυμούς του πόθου να αναβλύζουν από το αλαβάστρινο κορμί της έτσι που να ισιώνεται η ζωή στο αύριο, στα χαμένα της απέναντι. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε και έφερε μαζί της το βάμα που βγάζει τα αγκάθια της ψυχής, άπειρα καθώς είναι ως να πατούν πόδια γυμνά, τεράστιους αχινούς, σε δυσκολοδιάβατα ακροθαλάσσια. Η ίαση ήταν στα αμέτρητα τσιμπήματα της ζωής και το απαλό χάδι της, το λαδάκι που μαλακώνει τους καημούς. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε και πρόθυμα του έδωσε την πλαστελίνη της ψυχής της να την πλάσει εξαρχής γιατί τα παλάτια της χαμόσπιτα ήταν που δεν μπόραγαν να αντισταθούν στις μπόρες και τις καταιγίδες μιας ψεύτικης ζωής, με στρας και απομιμήσεις ντυμένη. Την πήρε στα χέρια του και αφού την ξέντησε από όλα ετούτα, άρχισε να μεταλαμπαδεύει μέσα της το μεδούλι της ζωής με αλήθειες που στάλαζαν στο πυρωμένο της μέτωπο που υψώνονταν όλο και πιότερο στον ουρανό, να γευτεί, να νιώσει και να απολαύσει τη βροχή που θα ξέπλενε ενοχές, πρέπει, τάχα και δήθεν, φόβους και ανεκπλήρωτες καρτεριές χρόνων από μια ζωή απατηλή. Αυτό ήταν έρωτας που μαζί της χτύπησε και εκείνος την πόρτα. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Τον βρήκε να κάθεται στο μπαλκόνι της σκέψης με το βλέμμα πέρα μακριά στον ορίζοντα. Τι στοχάζεσαι, τον ρώτησε. Όλα ετούτα που δεν είναι εδώ, της απάντησε. Δηλαδη; Ξαναρώτησε. Να, της είπε, θέλω έναν ήλιο που να ζεσταίνει δίχως να καίει, ανατολές που σαν χαράζουν γέννηση είναι της ζωής και των ονείρων της, δειλινά που αντίκρα τους θα στέκονται ζευγάρια ερωτευμένα κρατημένα από το χέρι, αγάπες αληθινές που θα είναι με το νιάξιμο κτισμένες, αύρες της θάλασσας που θα ηρεμούν φουρτουνιασμένα πελάγη της ψυχής, ματιές ξεκάθαρες που θα κοιτούν κατάματα, ούτε πάνω, ούτε κάτω, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, δίχως ενοχές, δίχως τύψεις, δίχως ψευτιές, κτύπους της καρδιάς, προσκαλέστρες της ομορφάδας της ζωής αλλιώς χαράμι πάνε. Είχε και άλλα να της πει μα τον διέκοψε. Εγώ τι είμαι, τον ρώτησε και πριν προλάβει εκείνος να απαντήσει άνοιξε την πόρτα και ΒΓΗΚΕ.
Υ.Γ.
Δεν έφταιγε, έτσι ήταν φτιαγμένη η ζωή, δεν ρίσκαρε, μόνο λάθος αποφάσισε. Ίσως κάποια άλλη φορά, κάποια άλλη στιγμή να μπει και να μείνει. Έτσι ήταν φτιαγμένη η ζωή.

Άθελά σου δέθηκες στο μαγκανοπήγαδο που σου δείξανε. Την άκρη σου δώσανε του σχοινιού και σε ορίσανε τον κύκλο. Έτσι, άρχισες να περιστρέφεσαι χωρίς καλά-καλά να το καταλάβεις. Η μόνη σου επιλογή ήταν ο ρυθμός που θα επέλεγες. Αυτή ήταν η μόνη τους παραχώρηση αν και τούτη πολλές φορές ελεγχόμενη ήταν. Σου πέταξαν τη μιζέρια τους και συ άρχισες να παίζεις με αυτήν τόσο που στο τέλος θάρεψες πως αυτή είναι η αλήθεια. Μερικές φορές ήθελες να σπάσεις το σχοινί ή τον κύκλο του να ανοίξεις σε κάποιο του σημείο. Αδύνατα θαρρώ σχεδόν και τα δυο. Ο ιδρώτας που ανάβλυζε από στο μέτωπό σου, αφυδάτωνε τη ζωή σου. Τα θέλω σου, οι αξίες σου, τα ιδανικά σου εξαερίζονταν μαζί με το αγκομαχητό σου. Σου φόρτωσαν ψευτιές και υποκρισίες και σου είπαν τώρα γύρνα γύρω-γύρω. Σου φόρτωσαν άδικα πολλά και σε έπεισαν ότι είναι δικά σου. Νέρωσαν το αίμα σου και σου είπαν ότι πάσχεις από αδυναμία, ότι νοσείς από σκυφτοκεφαλισμό. Τα κάψανε όλα γύρω σου και σου δείξανε τον κήπο σου, γεμάτο αποκαϊδια . τυράνια, τυράνια, τυράνια. Έλα, έλα καλή μου, ξεκόλλα, τίναξε τη στάχτη από πάνω σου, από της ζωής σου τα καμμένα και πάμε να ονειρευτούμε, στις δικές μας αγκαλιές, στα μικρολίμανα του έρωτά μας, στα σωζωλίμανά μας. Έλα, έλα καλή μου, ξεκόλλα από τον ιστό που σου στήσανε και γλύστρησε έξω από την απατηλή ζωή τους, εμάς μας καρτερά το χρυσαφένιο μονοπάτι που χαράζει το φεγγάρι στη θάλασσα κείνες τις έναστρες νύχτες που θαρρείς και κλέφτηκε η ομορφιά με τη ζωή και το μονοπάτι είναι τις ψυχής. Έλα, έλα καλή μου, ξεκόλλα, τέρμα τα ψεύτικα στολίδια τους, εμάς μας καρτερούν ποθεμένες ανατολές και τα μαγεμένα δειλινά της αγάπης που της ψυχής είναι χάδι. Έλα, έλα καλή μου, σε καρτερώ κάτω από της αμαρτίας μας τον ίσκιο, εκεί είναι ο ήλιος μας, εκεί και η αλήθεια μας. Έλα, έλα καλή μου, σε καρτερώ να απολουστούμε από τις άδικες ενοχές που μας φορτώσανε κάτω από τους καταρράχτες του έρωτα που γεννά τις ομορφολαχτάρες της ζωής. Έλα, έλα καλή μου, σε καρτερώ, δώσε μου το χέρι αντάμα να υψωθούμε στους δικούς μας παραδείσους, ανέγκιχτοι από τα πρέπει τους και από τη στεγνή ζωή τους. Πάμε, πάμε καλή μου, η ώρα μας είναι. Οι ελπίδες που τρεμοπαίζουν στο αεράκι, πυρκαϊες μπορούν να γίνουν και ολοκαυτώματα μιας ζωής που έφτασες ίσαμε το μεδούλι της ή στάχτες στα ερείπια μιας ζωής που δεν έζησες. Έλα, έλα καλή μου, να αφουγκραστούμε αντάμα, της ζωής τον ψίθυρο και να ξημερωθούμε κάτω από της πεθυμιάς της τα σκεπάσματα και του έρωτα της τα καλέσματα. Πάμε, πάμε καλή μου, η ώρα μας είναι. Κλείσε τα μάτια και ονειρέψου τα μέρη εκείνα όπου η θάλασσα φωλιάζει στις αγκαλιές της γης, σαν παιδί που κουρνιάζει στον κόρφο της μάνας σε κείνα τα μέρη θα συναπαντηθεί ο έρωτας με την αγάπη, η στοργή με την αφοσίωση, ο πόθος με της ζωής το πάθος. Έλα, έλα καλή μου, από δω θα αρχηνίσουμε το ταξίδι μας ως τα πέρατα του είναι μας, θα ταξιδέψουμε ως τις μύχιες σκέψεις του νου, οι μεγάλες να φανερωθούν αλήθειες μας, θα αποκαθαριστούμε από τα πρέπει και τα μη και τα ψεύτικα ποτέ και θα κατασκηνώσουμε στις καρδιάς μας τον αυλόγυρο , παρέα με τα προσκαλεσμένα όνειράμας. Πάμε, πάμε καλή μου, ώρα είναι. Τι, τι δεν έρχεσαι; Δεν πειράζει, ξεχάστηκα, γελάστηκα άλλωστε έτσι είναι η ζωή. Ένα ταξίδι.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ξεκίνα το ταξίδι, υπάρχουν άστρα οδηγοί, φάροι της ψυχής, ονείρατα που καρτεράς στις φουρτούνες του μόνο μη κιοτεύεις. Άσε την πίκρα να ξεδιψάσει με της ψυχής τα ιάματα, το αύριο έτσι θα γλυκάνει και το ματωμένο που θαρρούσες πως θα΄ναι χάραμα, ξαναγέννημα της ελπίδας θα΄ναι. Ξεδίψασε τα ξεραμένα χείλη με ένα απαλοφίλημα, αν αυτό σου είναι μπορετό, τη σκουριά ξύσε της καρδιάς και ξαμόλησε την λεύτερη στους αιθέρες και στα πελάγη της. Μόνο βιαστικά μην ξεκινάς, δες πρώτα στα μάτια την ψυχή και μετά αποφάσισε κατά που θες να πας. Εκεί όποιο κι αν είναι το ταξίδι, ένα είναι σίγουρο πως δεν θα μετανιώσεις, δεν θα μετανιώσεις γιατί το ΄θελες πολύ. Άνοιξε πανιά και γλύστρησε πάνω στα κύμματα της προσδοκίας, έκλεισε τα μάτια και τον παρέσυρε το αγέρι σε ονειροπολήματα που έβρισκε από τα μονοπάτια της καρδιάς. Ένα γλαροπούλι εξαρχής τον συντρόφευε, πότε βουτούσε στα κύματα, πίτε υψωνόταν στον ουρανό, η ψυχή του ήταν, πότε νικητής, πότε ηττημένη, μα ποτέ παραδομένη. Ξεκίνα το ταξίδι, οι φάροι της ψυχής σου δείχνουνε το δρόμο, μεσοπέλαγα, όσο κι αν παράξενο σου φαίνεται, θα ανταμώεσεις με ό,τι πολύ πεθύμησες, με ό,τι πολύ αγάπησες, με ό,τι πολύ ερωτεύτηκες, με ό,τι πόθησες πολύ, με όλα της ζωής σου τα πολύ. Εδώ στεγνά είναι όλα γύρω, ξεραϊλα, κόσμος πολύς μέσα σε μιαν απέραντη ερημιά, μοναξιά και σιωπή σε ένα πολύβουο πλήθος και παντού τέρμα, τέρμα, τέρμα, ίσαμε εδώ. Ξεκίνα, φύγε, τα ονείρατα που καρτεράς σε προσμένουν, εδώ δεν έχει αέρα να ανασάνεις, δεν έχει δρόμους να βαδίσεις, χώρο να απλώσεις τα φτερά σου. Ξεκίνα, φύγε…φτου γαμώτο λύθηκα. Τις αλυσίδες μου γρήγορα.

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

H ΔΙΝΗ

Μια δίνη αδειάζει το είναι μου,
λείπεις,
η αγωνία του αύριο
καρφιτσωμένη στο πέτο,
εκεί μπροστά
να την βλέπω πάντα,
άθελά μου ρήμαξα,
τόσο καλά,τόσο μελετημένα,
σιγά-σιγά μου πήραν τα κουράγια
μου πήραν την αντίσταση,
βαριανασαίνει η ζωή,
μαραίνεται,σβήνει,
λείπεις,
μια δίνη αδειάζει το είναι μου,
με ρουφάει στα βαθειά σκοτάδια της ανημπόριας,
σαλεύει ο νούς
τα πλήκτρα του κτυπούν τρελλά,
θέλω να φωνάξω
θέλω να με ακούσεις,
θέλω να μου δώσεις το χέρι,
ακούς θέλω να μου δώσεις το χέρι,
θέλω να κτυπήσω το χέρι στο μαχαίρι
να ματώσω να νοιώσω ζωντανός,
μη λείπεις,τώρα σε χρειάζομαι
ίσως να με χρειάζεσαι και συ,
πλάι σου το μπράτσο μου είναι δυνατό
στηρίξου πάνω μου,
θα ξεκαρφιτσώσουμε την αγωνία από το πέτο,
ξέρεις μαζύ είναι εύκολο
να καρφιτσώσουμε εκεί ένα κόκκινο τριαντάφυλλο,
σαν της ζωής τον έρωτα..

Σάββατο 21 Μαΐου 2011

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Κύλισαν τα βότασαλα
τις βρωμιές να πλύνουνε του κόσμου,
μερέψαν τα θεριά
γιατί αγριέψαν οι ανθρώποι,
πιάστηκαν οι ώρες τις σιωπής
στα δύχτια της απελπισίας,
ναυάγια οι χαρές
από ψυχές ξεριζωμένες,
το χέρι κρατώ σφιχτά στο σώμα,
δεν έχω χάδι,δεν έχω αγκαλιά,
μελαγχολικά φεγγάρια
στρέφουν το πρόσωπο
από ρημαγμένες ζωές,
απόγνωση,
με τεντωμένο το δάχτυλο
δείχνω τον χαφιέ,
βλέπω τον εαυτό μου στον καθρέφτη,
δεν μιλώ,δεν αντιδρώ,
δείχνω τον ψεύτη,τον κλέφτη,τον φονιά,
το ίδιο,
δεν μιλώ,δεν αντιδρώ,
συννένοχος,
απόψε ξέφυγε ένα δάκρυ,
δείγμα πως είμαι ακόμη ζωντανός,
θρυμάτισα με την γροθιά μου τον καθρέφτη,
ως εδώ...

Κυριακή 15 Μαΐου 2011

ΠΟΣΟ ΛΥΠΑΜΑΙ

Ο φόβος κυριαρχεί,
ποιό πέρα παραμονεύει ο θάνατος,
αυγή ματωμένη
ήλιος σκεφτικός
που να λάμψει;
η μέρα σκοτάδι
σβησμένα τα αγιοκέρια της καρδιάς
οι νύχτες ακονίζουν τα μαχαίρια,
αίματα,
παντού αίματα
σε ψυχές και πρόσωπα,
κοινωνία με ατσαλόπροκες στα πόδια
έτοιμη για θάνατο,
εσύ,εγώ,ο άλλος
στο κινήγι του μίσους,
μας χόρτασαν φτώχεια
να πεινάμε για εξόντωση του πλαίνού,
ζωή χωρίς αξία,ξεφτίλα,
πόσο μπορεί να κοστίζει,
μπορεί και μόνο ένα παράξενο κοίταγμα,
ή μια δεκάρα,άντε μιά κάμερα,
ή ένα χρώμα,μαύρο-άσπρο
ή αλλιώτικο,
αλλιώτικο απο μένα,
ναι υπάρχει χρώμα αλλιώτικο από μένα,
έτσι το λένε,
τον οποιοδήποτε εμένα.
Δυό περιστέρια
ένα λευκό με ένα μαύρο
ή με ένα αλλιώτικο
ή όλα μαζύ
πετούν πλάι-πλάι
στον ίδιο γαλάζιο ουρανό.
Πόσο λυπάμαι
για το τριαντάφυλλο
που ανθίζει εν αγνοία του,
αφού οι άνθρωποι
δεν βλέπουν την ομορφιά του.

Τρίτη 10 Μαΐου 2011

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ

Αναφιλητά αιδοίων ξεχασμένων οργασμών.
Ξοφλημένοι εραστές,ερείπια μιάς εποχής
που διαρκώς κινηγάει το σήμερα
ξεχνώντας να ζήσει.
Ακόλουθοι μιάς σάπιας ζωής,
ενορχηστρώνουν το ευτελές της καθημερινότητάς τους.
Βαστάζοι της υποκρισίας και της ανεπάρκειας
καμώνονται τους γαμιάδες εραστές.
Ψευτοπαλίκαρα της ντροπής
κιοτεύουν μπροστά στο δύσκολο και την ευθύνη.
Στερημένοι ονείρων,
ανακυκλώνουντον εαυτό τους στον κάδο των αχρήστων,
άχρηστοι.
Ζηλωτές του υλικού,
αφήνουν αρούφηκτο της ζωής το στήθος.
Αναφιλητά αιδοίων ξεχασμένων οργασμών
μιάς ζωής που θέλει να ζήσει.
Ανοργασμική κοινωνία
πλασάρεται με το λούστρο μιάς σάπιας σάρκας.
Έφυγε το εφικτό και το ωραίο από τα χέρια.
Το χνώτο στο στήθος της αγαπημένης.
Το χάδι στο προσωπάκι των παιδιών.
Το φιλί σε διψασμένα χείλη.
Το μύρισμα του λουλουδιού.
Στον αδύναμο η παρηγοριά.
Η χαρά του έρωτα.
Η λεηλασία των πόθων.
Τα ξανάματα του πάθους.
Η αμαρτία στους αγιασμένους.
Η παλικαριά στο γαμήσι.
Γυρέματα όλα της ζωής.
Αναφιλητά αιδοίων,ξεχασμένων οργασμών.
Ξοφλημένοι εραστές
μιάς ζωής που της αθέτησαν τα τάματα..
Εμείς.