Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

ΠΡΟΣΜΟΝΗ

Καιρό τώρα ανέμεναν το αντάμωμά τους.Καιρό τώρα την πρόσμενε.Σαν τους χαρίζονταν λίγος χρόνος,το μόνο που προλάβαινε ήταν να βάζει τ΄ ακροδάκτυλά του στα μαλιά της, να της κρατά με ευλαβεια θαρρείς το πρόσωπο και να της ψυθιρίζει σ'αγαπώ.Αλλη λέξη νόμιζε πως θα αμάυρωνε κείνες τις στιγμές.Αν λίγο περίσευε ο χρόνος σε "λατρεύω της έλεγε, σε θέλω".Ετσι ταξίδευαν μόνοι στα τραχιά μονοπάτια της μοναξιάς τους, χαμένοι σε ανέλπιδα αύριο.Μύριες φορές η απελπισία στρογγυλοκάθισε πάνω τους αδειάζοντας ότι ωραίο είχαν μέσα τους και μύριες φορές η πίστη τους τα ξανάδινε πίσω.Δεν μπορεί τούτος ο έρωτας να τελειώσει έτσι. Τράνεψε στα στήθη τους,και τώρα ζητάει το μερτικό του.
   Ένα αεράκι έφερε το χάδι της στο πρόσωπό του.Εκλεισε τα μάτια του,άνοιξε κείνα της φαντασίας,και την είδε πάνω του να τον γλυκοκοιτά έρωτα γεμάτη.Εσκυψε και τον φίλησε στις άκρες των χειλιώ του.Σήκωσε τα χέρια του και την αγκάλιασεΤην 'εσφιξε πάνω του,'σ ευχαριστώ" της είπε.Πήρε κουράγια για παραπέρα,πήρε ανάσες ζωής, την έσφιξε πιότερο πάνω του, την φίλησε παθιασμένα,το στήθος της είχε ξεπροβάλει σφριγηλό, ποθεμένο.Περιδιάβηκε με τα χείλη του ολο της το κορμί,Ποθεμένα, παθιασμένα,ηδονικά.Μέλωνε εκείνη,και αυτος ένοιωθε τροπαιούχος και προσκηνητής συνάμα. Ένας κρότος τον συνέφερε, όνειρο ήταν.Οι σταλαγματιές αγωνίας εμφανίστηκαν στο πρόσωπό του.Αρχισαν να κυλούν αργά-αργά στα μάγουλα σχηματίζοντας ρυάκια ανεκπλήρωτων πόθων.Ηθελε να προλάβει, ας τα ζήσω σκέφτηκε, και ύστερα αν πρέπει,αν χρειάζεται ας κάνω τα λιγα μέτρα στον γκρεμό.
  Ανατέναξε βαριά να βγάλει έξω τα βασταζούμενα μέσα του που τον τυραννούσαν.Ώρες-ώρες το έπνιγαν.Εδώ δεν παλεύεις με κύμματα, εδώ η ανημπόρια σου κόβει τα χέρια,σε παραλύει.Εδώ η πεισμώνεις ή εγκαταλείπεις,κι αυτός πείσμωσε.Έκανε την αγάπη του καράβι,κατάρτι τον έρωτά του,σχοινί τα θέλω του και τα έδεσε στον κάβο του πολυπόθητου ερχομού της.
  Αστραψε.Έναςκεραυνός έπεσε κάπου εκεί τριγύρω, μήνυμα ήταν, το ήξερε το ένοιωθε."Θα ρθεί" είπε μέσα του, ύστερα το είπε δυνατά να το ακούσει ο ίδιος,μετά το φώναξε να το ακούσουν οι άλλοι.Μια βροντή ήρθε να το επιβεβαιώσει."Θα ρθεί".Σήκωσε το πρόσωπο στον ουρανο, οι πρώτες σταγόνες άρχισαν να δροσίζουν το πύρωμα της απουσίας της.Θα ερχότανε με το θάμα του ουράνιου τόξου. Θ ήταν πάνω του, πανέμορφη και αυτή, ένα θάμα και η ίδια, φορώνταςμόνο ένα λευκό,λεπτό, μακρύ φόρεμα. Την είδε, είχε τα μαλιά της ριγμένα στους ώμους,ανέμιζαν μαζύ με το ελαφρύ φόρεμά της, καθισμένη όπως ήταν σε μια αιώρα που ήταν κρεμασμένη απο την μέση του ουράνιου τόξου.Πηγαινοέρχονταν απο την άκρη ως την μέση του ουρανού. Το χάδι της αγέρι, έφτανε στο προσωπο του.Δεν χόρταινε να την ανασαίνει.Δυό ήλιοι τα μάτια της ζέσταιναν την καρδιά του.Της έκανε νόημα να κατέβει,"έλα" της είπε.Εκείνη άφησε την αιώρα,ανέβηκε στο ουράνιο τόξο,και άρχισε να κατηφορίζει προς την μεριά του.Νεράιδα ήταν, ένα όραμα, μια οπτασία.Ανοιξε τα χέρια και την περίμενε, έφτασε στην άκρη του, και έπεσε στη αγκαλιά του.Σφίχτηκε πάνω του,κόλησε τα χείλη της στα δικά του,τρύπησε με τα στήθη της το στήθος του,πήρε την ανάσα της,πήρε την δική του.Τα χέρια του την αγκάλιασαν ολάκερη.Ετσι θα γινότανε όταν θα βρισκόντουσαν.Μάζεψε τον νού του.
  Ασυντρόφευτος που μπορείς να φτάσεις σκέφτηκε,ή στην τρέλλα ή στον μαρασμό,κι αυτός ήθελε να ρουφήξει το μεδούλι της ζωής, και μάλιστα απο τα χειλη της καλής του.Ένα δάκρυ που πηγε να κυλίσει απο τα μάτια του,σφάλισε τα βλέφαρα και το κράτησε μέσα του.Ήθελε να το κάνει διαμαντόπετρα χαράς,να της το προσφέρει οταν θα αντάμωναν.Ήθελε να το σταλάξει στην άκρη των χειλιών της σαν μεταλαβιά της αγάπης του,ήθελε να το πάρει στην παλάμη της σαν μεγα της καρδιά του ευχαριστήριο.Έκλεισε τα μάτια και ονειρεύτηκε.Την είδε ανάμεσα στ΄αστέρια,το πρόσωπό της έλαμπε σαν μιας θεάς, η αύρα της σκόρπαγε τριγύρω την μέθη του έρωτα.
  -Που πας; την ρώτησε γεμάτος λαχτάρα.
  -Στην γιορτη , δεν είπαμε;
  -Τρέχω να ετοιμαστώ αγαπημένη μου.
Τώρα όμως ήξερε πως είναι αλήθεια.
Γρήγορα αδειάζει το ποτήρι του καθενός μας,κι αν εσύ το γεμίσεις με φαρμάκι,χαμένος είσαι εξ αρχής,το ξέρανε κι οι δυό αυτο.
  Ένα φεγγάρι ολόγιομο άρχισε να ανεβαινει στον θόλο του ουρανού.Κάτι του έλεγε,πως κάτω εκεί ,τούτο το βράδυ θα παντρεύονταν.Μεγάλη η αγάπη τους, μεγάλος και της εκκλησιάς ο θόλος,τρανό και το καντηλι της.Τούτη την νύχτα θα τέλειωνε η γλύκα της προσμονής,και θ'αρχιζε η πανδαισία του έρωτα.Η αγωνία θα τέλειωνε του πότε,καιθ¨αρχιζε το τώρα της ζωής.Τούτη την νύχτα άνοιξε την αγκαλιά του να χωρέσει μεσα της ο κόσμος όλος,ΕΚΕΙΝΗ.Τα κύμματα παραδίπλα τραγουδούσαν ήδη για το ζευγάρωμα. Η μέθη άρχισε να απλώνεται ολόγυρα.Όλοι έπαιρναν μερτικό απο την χαρά που τους όφειλε η ζωή.Εκεί κάτω απο το φως του φεγγαριού,τους καρτερούσε η αγάπη τους.Εκει πλάι στο κύμμα θα στέκονταν αντίκρα,θα εμπλεκαν τα δάκτυλά τους,και με υγρα και λιγωμένα απο τον έρωτα μάτια θα ψιθύριζανο ενας στον άλλο Σ ΑΓΑΠΩ,με όλη της ψυχής τους την δύναμη.
Μύρια αστέρια τους φώτισαν, ήταν τα χρωστούμενα της ζωής απέναντί τους.Εκεί παράνυμφοι στο πάντρεμά τους ήταν ο πόθος, το πάθος, η ηδονή.Πήρε το πρόσωπό της στις παλάμες του,πλησίασε το δικο του, την κοίταξε ως τα κατάβαθα της ψυχής της,και ύστερα τρυφερά,και σαν επιβεβαίωση πως απο δω και μπρος θα είναι πάντοτε μαζυ,της ψυθίρισε-άσε με να βγάλω το κραγιόν σου-.
  Την φίλησε απαλα στην ακρη των χειλιών της,ύστερα δυνατά,παθιασμένα.Τον άφησε , το κραγιόν της είχε φύγει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου