Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

ΠΟΛΗ

Μια ματιά αλλά όχι η μόνη απο τις τόσες που μπορείς να την δείς.
Καταλάγιασαν οι εικόνες της ψυχής.Μετά από μια νυχτιά έρωτα με την ζωή,ξημέρωσα στο παραθύρι ατενίζοντας τα νερά του Βόσπορου.Φορτωμένα ήταν καράβια,αμέτρητα καράβια,που πηγαινοέρχονταν πάνω-κάτω,πάνω-κάτω,όχι πέρα-δώθε,στενά ήταν,αδιάκοπα,ακατάπαυστα,με τα φώτα τους,ξέρεται πως είνα τα καράβια τις νύχτες,φορτωμένα με φώτα απο την μιά άκρη τους ως την άλλη,να παίζουν ή να παλεύουν με την χαραυγή της μέρας,άσχετα αν κάθε ξημέρωμα αυτά ήταν οι ηττημένοι.
Απαλοφίλησα την ζωή,την πήρα απο το χέρι και βγήκα.Η μέρα χάραξε και φανέρωσε τους επτά λόφους της,και όπου κι αν ήσουν,σε όποιον επάνω απο τους επτά,έβλεπες τους άλλους τριγύρω σπαρμένους με κτίσματα διάφορα,και μιναρέδες,και θάλασσες,θάλασσα απο δώ,θάλασσα απο εκεί,από πάνω θάλασσα,και γέφυρες.
Η ζωή μου χαμογέλαγε κείνες τις μέρες,ευχαριστημένη ήταν σαν παιδάκι που του φέρανε το δωράκι που περίμενε,ή σαν τάμα πο εκπληρώθηκε.
Μαζύ της φτάσαμε στην διπλή γέφυρα του Γαλατά,μείναμε στην άκρη της κοιτάζοντας τα στοιχισμένα καλάμια που ρίξανε στην θάλασσα το αόρατο αγκίστρι της ζωής,σαν να θέλανε να την σώσουν,και μήπως έτσι δεν ήταν;ότι θα έπιαναν σ'αυτήν θα το έδιναν,όνειρα και ελπίδες και κουράγιο και υπομονή,γιατί με το σαράκι της πείνας να τρώει τα σωθικά σου τίποτα από αυτά δεν μπορείς να κάνεις.Άνθρωποι στην σειρά,ίδια εικόνα κάθε μέρα,κάθε ώρα,κάθε στιγμή,μα μιά μαγική εικόνα,σαν εκείνη που είχαμε παιδιά,που όταν την γέρναμε λίγο,άλαζε χρώματα,έτσι και τώρα,εικόνα ίδια άλλοι άνθρωποι.Οι μισοί ήταν ακουμπισμένοι στο παραπέτο της γέφυρας και ψαρευαν το τροφόνειρο στον Κεράτειο,οι άλλοι μισοί πίσω τους στον Βόσπορο το ίδιο τροφόνειρο.
Ευχηθήκαμε να είναι καλή η ψαριά τους,και φύγαμε για τα σοκάκια της.Γεύσεις,μυρωδικά και αρώματα παντού,και παζάρια πολλά παζάρια,μικρά-μεγάλα,που μέσα τους είχαν στολισμένη την πραμάτεια τους,ότι και νάτανε,απο κοσμήματα χρυσό,που στραφτάλιζαν κάτω από τα φώτα των βιτρινών,έως γαλότσες,απο ψάρια έως το μικρότερο φακές,όλα στολισμένα και σχεδιασμένα,όχι αφημένα και πεταμένα,έτσι ώστε να προσελκύουντον επισκέπτη-παζαρτζή.
-Τόσα δίνω-πόσα θές.
Πολύβουη ζωή.Γεύσεις,μυρωδικά,και αρώματα,και φωνές,πολλές φωνέςνα διαλαλούν την ύπαρξή τους.Κόσμος,κόσμος πολύς,δεν υπάρχει εδώ έρημο μέρος,μοναξιά μπορεί,μα έρημο όχι.Είκοσι εκατομύρια γυροφέρνουν τους ίσκιους τους,όπου μπορείς να φανταστείς,σε μιά πόλη χοάνη που προσπαθεί να τους χωρέσει όλους απλώνοντας την αγκαλιά της στους γύρω λόφους.Του πολυάνθρωπου επιβεβαίωση το Ταξίμ.Μιά πλατεία και ένας δρόμος-πεζόδρομος χιλιομέτρων,απο την πλατεία ίσαμε τον πύργο του Γαλατά κατάμεστος απο ανθρώπους.Στέκεσαι στην αρχή του,και έως πέρα μακριά που χάνεται η ματιά,βλέπεις μοναχά κεφάλια,και αναρωτιέσαι αν αυτό που βλέπεις είναι αλήθεια,τόσος κόσμος να ανεβοκατεβαίνει ανάμεσα απο τα καφέ,τα σοροπιαστά,τις πίτες,και τις γυναίκες να ανοίγουν φύλλο καθισμένες οκλαδόν στις βιτρίνες των μαγαζιών.
Ανακατεμένοι όλοι,οι φερτζέδες με τα μίνι,οι κουρελήδες με τα κουστούμια,οι νέοι με τους γέρους,η ανατολή με την δύση.Ένα μελίσσι πολύβουο,που γυροφέρνει την όποια ζωή του στις κυψέλες αυτής της πόλης.Κόσμος πολύς,μα απέραντη κα ι η ομορφιά της.Τα παράλιά της υπέροχα κατάφυτα απο βλάστηση και όμορφα κτίρια,τα νησάκια της σκορπισμένα στον Βόσπορο γέννες της βασίλισας,το λέει άλλωστε και το όνομα του πρωτότοκου,Πρίγκηπος νησί γεμάτο Ελλάδα.
Κάτι που επίτηδες για το τέλος άφησα,ρίζες,ρίζες Ελληνικές παντού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου