Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

ΠΩΣ

Ξεκίνησα για την φωλια των ονείρων μου,την αγκαλιά σου,παίρνωντας το στρατί του έρωτα, μα στα μισά του κοντοστάθηκα,κάτι μπόμπες που πέφτανε παρέκει και αφανίζανε παιδιά, μου κόψαν την ανάσα,όχι απο φόβο όχι,μα απο άκρατο θυμό-απουσίαζε και ο Θεός κεινη την ώρα-,και πως να έρθω αγαπημένη μου,σέρνοντας ξοπίσω μου τις λεηλασίες των ανθρώπων,τις ληστείες των ψυχών, των ματιών τους την απόγνωση,την ικεσια μικρών παιδιών για λίγη ΖΩΗ χωρίς τρόμο,το έρεβος για το αύριο πιο βαθύ να ειναι και απο του άδη,την ελπίδα της ίασης απο τις σπαρμένες αρρώστιες των κάθε λογής όπλων τους,να φαντάζει σα σβησμένο φως απο τους αγέριδες της εκμετάλευσης των λυκανθρώπων.
Ξεκίνησα για την φωλιά των ονείρων μου, την αγκαλιά σου, μα στον δρόμο κάτι γερόντους συνάντησα ανήμπορους,με βλέμμα τοσο ανήσυχο,αντιστρόφως ανάλογο με την ηλικία τους,να περιμαζώνουν την ζωή τους σε ενα μπογαλάκι,σαν κάτι ακριβό,ή σαν τίποτα,που δεν ξέρανε αν να το κρατήσουν θέλανε,ή έξ επίτηδες να το αφήσουν κάπου ξεχασμένο,κάτι πονεμένους συνάντησα στις γωνιές,που αφήκαν την αξιοπρέπειά τους στην άλλη πλευρα της γωνίας που δεν φαίνεται και ζητιάνευαν λίγη αμαρτία της ζωής,ένα κομάτι ψωμί ή λίγα ψηλά,το ανηφόρι να βγάλουνε της μέρας.
Είδα και κάτι άλλους πονεμένους,αυτοι ήταν απο έρωτα πονεμένοι,μα αυτους δεν τους φοβόμουν,αυτοι διεκδικούσαν μερίδιο απο την ζωή ετσι κι αλλιώς,και κράταγαν στην φούχτα τους ένα της κομμάτι ώσπου το σημπλήρωμά της νάβρουν.
Θα έρθω καλή μου μοναχά και μόνο να σε πιάσω απο το χέρι,γιατί μόνος μου δεν μπορω ,και αν είναι μπορετό ένα χαμόγελο να χαρίσουμε σε ένα μικρό παιδί,απο αυτά πυ δυστηχάνε,μια ανάσα στους κουρασμένους,ένα στήριγμα στους γκρεμισμένους,τότε και μόνο τότε θα είμαστε και μείς λιγάκι ευτυχισμένοι,γιατί πως γίνεται μελένια μου νάμαστε εμείς ευτυχισμένοι ανάμεσα σε τόση δυστηχία;ΠΩΣ..ν.κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου