Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

ΟΙ ΚΑΛΟΜΑΓΙΣΣΕΣ

’Ετρεξε σε μια πόλη που στα προάστιά της είχανε μαζευτεί οι μάγισσες όλου του κόσμου.Εκεί πήγε,εκεί αντάμωσε γριές ξεδοντιάρες,μα πολλές από αυτές ήταν και υπέροχες,που είχανε φάει την ζωή με την κουτάλα,που είχανε μάθει όλα τα μυστικά της,που είχανε γευτεί τις γεύσεις της όλες.Αυτές είχανε μαζέψει τα βότανα όλα,και μ αυτά λειώναν τον καημό,σκόρπιζαν τον πόνο,μεθούσαν την αγάπη,μάζευαν το κουράγιο,μάκραιναν την υπομονή,ποτίζανε την δύναμη.Σαν μπήκε στο κονάκι τους δεν έλεγε να βγεί.Μάζευε-μάζευε,γνώσεις,τερτίπια, καμώματα.Ήθελε να μάθει όσα γίνονταν και όσα μπορούσε περισσότερα.Του έδειναν να πιεί από το ποτό που οι ίδιες έφτιαχναν,και αυτός αξεδίψαστα το έπινε.Χάνοταν ο νούς, και η ψυχή αντάμωνε μαζύ του,σε εξωκόσμια μέρη,εκεί που δεν ξεχώριζε η τρέλλα από την λογική,το σωστό από το λάθος,η ανηφόρα απο την κατηφόρα. Εκεί δεν μπόραγες να δαλέξεις,δεν ήθελες,και δεν ήξερες.Κάποτε μια γριά γοργόνα,του έφερε από τα βάθη της θάλασσας,ένα φυτό,που αφού το ανακάτωσε με κάτι άλλα,το έκανε σαν αλοιφή,και το άπλωσε πάνω στο παξιμάδι του.
-Φάε του είπε,μ αυτό θα γνωρίσεις την απεραντοσύνη, όχι μόνο του κόσμου,μα και του νού.Αυτό του είπε που τώρα θαρρείς τρέλα,τίποτα μπορεί να μην είναι,ή να είναι η μεγιστοποίοιση της λογικής.’Ετσι του είπε και ξαναβούτηξε στα απέραντα πελάγη,ώσπου να ξαναεφανιστεί και κάτι καινούργιο να του φέρει.Είχανε τον τρόπο τους αυτές οι γριές. Μήτε μίζερες ήταν,μήτε ανάποδες,ίσα-ίσα γλυκές ήταν και γεμάτες από όλα,κ ι όλα αυτά γιατί δεν ήταν στερημένες.Όλα τα έζησαν, όλα τα γεύτηκαν.Τώρα έφτιαχναν τα φαρμακοβότανα για άλλους,για όσους ήθελαν πραγματικά να τα γνωρίσουν.
Μια άλλη γριά ξελύστρα,έτσι την έλεγαν,όχι μόνο για τα ξέπλεκα ανθρακί μαλιά της,μα κυρίως γιατί μπόραγε να λύνει τα προβλήματα,μια μέρα που τον είδε κάπως κατσούφι,τον φώναξε στο πλάι της .
-Έλα κάθισε του είπε,και πες μου γιατί τρέχεις τον νου σου,σε απάτητες για σένα κορυφές.
-Τίποτα του είπε δεν είναι απάτητο,και τίποτα δεν είναι πιο κοντά μας,όταν θέλουμε να το δούμε και να το φτάσουμε.Πέρασε το ρυτιδιασμένο της χέρι στα μαλιά του.Κάτι σαν ευλογία τον κυρίεψε. Αν μάθουμε του είπε να ηρεμούμε τον θυμό,αν μάθουμε να τιθασεύουμε τον πόνο,αν απορίψουμε όλα τα γιατί,τότε το πρόβλημα το κάνουμε δικό μας, και την λύση του πιο προσιτή.
-Ξελύστρα πραγματική μονολόγησε.Πόση αλήθεια είχανε τα λόγια της.
Εκεί που κάθονταν ανακούκουδα στο σαλόνι του νου,από απέναντί του έρχονταν σιμά του,μιά κυρά,γριά δεν μπορούσες να την πείς,γιατί δαύτη δεν μπόρεσε να την νικήσει ο χρόνος,παρ όλο που πέρασε απο πάνω της.Τα μαλιά της τα είχε μαζεμένα πίσω,τα χαραχτηριστικά της παρέμεναν ίδια με αυτά της νιότης της,η κορμοστασιά της λαμπάδα αναμένη στο ναό της ομορφιάς.
-Τι συλογάσαι,τον ρώτησε.Μήπως τι είναι έρωτας και πως είναι η αγάπη;Ποιό το μεγαλείο τους, και ποιά η κατεσχύνη,γιατί κι απο δαύτη μπόλικη υπάρχει,αν χαμηλά κατρακυλίσεις,ποιό το σκίρτημα,και ποιό το ανάθεμα,γιατί η χαρά προς τι το δάκρυ,γιατί το παίδεμα,γιατί ο παιδεμός.
-Ξέφυγε απο τα δεύτερα του είπε και τότε όλο σου το είναι θα ζεί γι αυτά τα δύο,την αγάπη και τον έρωτα.
Όλα του τα εξήγησε χωρίς καν να προλάβει να ρωτήσει.
-Τι είναι τούτες μωρέ σκέφτηκε.
-Έιι... άκουσε μια φωνή,τώρα που έμαθες αρκετά,τράβα να γνωρίσεις και της πουτάνες της ζωής.
-Χωρίς αμαρτίες δεν υπάρχει συγχώρηση,χωρίς πάθος δεν υπάρχει ζωή,η ισάδα είναι για τους τεμπέληδες που λάθρα ανέβηκαν στο τρένο της.Οι πουτάνες θα σε ξεναγήσουν στις ομορφιές της,μαζύ τους θα πιείς το ποτό της, κοντά τους θα γευτείς λίγη από την ευτυχία της.Αυτές θα σε μεθήσουν με τα φιλιά του πόθου,μαζύ τους θα ταξιδέψεις στα όνειρα.
-Μη κάθεσαι του είπε,όσα περισσότερα προλάβεις τόσο πιο γεμάτος θα γυρίσεις.
-Τράβα του είπε,όσο πιο μακρύ το ταξίδι,τόσο πιό γεμάτα τα αμπάρια των αναμνήσεων.
Πριν ξεκινήσει το μάτι του έπεσε σε μια γριά χοντρή που φαίνονταν καλοσυνάτη,και που ζέσταινε την αγκαλιά της μπρός σε ένα μαγκάλι γεμάτο με αναμένα κάρβουνα.Δεν ήταν κάρβουνα,ήταν η πείρα της,ήταν η αγάπη της για τους ανθρώπους.Ζέσταινε τον κόρφο της ναρθεί να φωλειάσει ο πικραμένος,να αφήσει εκεί το παράπονο του ο παραπονεμένος,να λυτρωθεί ο αδικημένος.Δέχονταν τα βάσανα ολωνών,και μετά τα έλειωνε σιγά-σιγά στο μαγκάλι της καρδιάς της.Ξελάφρωναν οι άλλοι,χόντραινε αυτή, μα καθόλου δεν την πείραζε,είχε τον τρόπο της,έτσι ώστε πάντα να αφήνει αδειανά κομάτια της ψυχής να καλοδεχτούνε κι άλλους που θα ζήταγαν το αποκούμπι της αγκάλης της.
-Τι μεγαλείο Θεέ μου αναφώνησε.
Έβαλε τα χέρια της στην μέση και τον κοίταξε κατάματα. Φόραγε ένα κατακόκκινο λεπτό φόρεμα με τιράντες στους ώμους.Τι κι αν ήταν κι αυτή μιας κάποιας ηλικίας.Τα χρώματα μπορούσαν εύκολα να παίζουν ακόμη με τα χρόνια.Μα και το βυζί έστεκε ακόμη στην θέση του,τόσο που τσίτωναν οι ρώγες το λεπτό φόρεμα.
-Έλα θα σου ξομολογηθώ ένα μυστικό,του είπε.
-Εμένα απο μικρή με ρίξανε στα πεταμένα.Εκεί που ήταν τα άχρηστα,πλάι στα σκουπίδια.Εκεί που λες,
από ανάγκη,έχωνα τα νύχια μου στην γη,το προτιμούσα απο το να τα χώνω στην σάρκα μου.Σιγά –σιγά σκαλίζωντας,βρήκα κάτι σπόρους,της υπομονής ήταν,της δύναμης ήταν,δεν ξέρω θα σε γελάσω.Από αυτούς τους σπόρους βλάστησαν κάτι ομορφολούλουδα,τι να σου πω,είχανε κάτι εξαίσια χρώματα,θαρρώ πως ήτανε του πείσματος και της ελπίδας.Τα πήρα και εγώ και από αυτά έφτιαξα κάτι σαν ροδόσταμο,που μια σταγόνα αν πιείς,τίποτα δεν θα φοβάσαι,και όλα θα τα υπερνικάς.
-Έλα πάρε αυτό το μπουκαλάκι,σε φτάνει για δέκα ζωές.
-Δεν θέλω για δέκα,για μία θέλω,ψέλισε,και από μέσα του έμεινε άναυδος με την τόση γεναιοδωρία. Ο Χορτασμένος ποτέ του και τίποτα δεν τσιγκουνεύεται,ας είναι και η ίδια του η ζωή.
-Γειά χαρά σας τις κούνησε το χέρι και τις αποχαιρέτησε,τώρα ξέρω είπε τι είναι ζωή,τώρα μπορώ να γεμίσω απο δαύτην,ΓΕΙΑ ΧΑΡΑ, και σας ευχαριστώ,πολύ σας ευχαριστώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου