Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

ΑΠΟΥΣΙΑ

Το σκοτάδι σαν πέρασε ο καιρός έφτασε στα άπατα της ψυχής,
το κενό σου συμπλήρωσε η θλίψη σαν απο καιρό να καρτερούσε,
σαν απο καιρό να περίμενε ο θάνατος το μέτρημα με την ζωή.
  Βράχος λουσμένος απο άγρια θάλασσα ο έρωτας,
απο τα πρέπει κα μη τα μη κεραυνοβολημένος.
Ο κόσμος δεν ήξερε , δεν περίμενε, δεν άντεχε την τόση αγάπη μας.
Ζήλευε τα χέρια μας που μάζευαν τους καρπούς των πόθων μας,
τα χείλη μας που γεύονταν την γλύκα της ηδονής,
τι χρεία είχαν τα μάτια μας απο του κόσμου τους χαμένους ήλιους,
κείνα είχαν χαραυγές και αποσπερίτες,
δικά τους προσανάματα να θεριέψουν την φλόγα της αγάπης.
 Πουτάνα θλίψη εσύ πάνυα μαύρα φορας,
τα βαθειά ντεκολτέ και τα πλατειά ξώπλατα άλλες τα φορούν,
οι κόρες της πρόκλησης και της πεθυμιάς,
τα εξώγαμα της αμαρτίας.
οι λαχτάρες της ζωής.
  Το όνομά σου ψιθυρισα σε ανεμόμυλους,
στα πέρατα όλου του κόσμου να το σκορπίσουνε,
στις καμάρες του ουρανού,
στον φλοίσβο της θάλασσας το είπα,
το κύμα να το ακουμπίσει στα πόδια της αναζήτησης,
να της πεί πως εσύ είσαι ο προορισμός της .
  Μάλαξε με τα ομορφοδάκτυλα σου τ' απομεινάρι της ψυχής μου,
μπορεί έτσι να γητέψεις λίγο το πόνο,
μπορεί να τον παραπλανήσεις ελαφρότερος να γίνει,
αποπροσανατόλισέ τον να χαθεί,να ζαλιστεί, να φύγει.
  Ξεχρέωσέ του ψυχή μου την καρδιά μου,ένα σου νεύμα μόνο φτάνει
θα ξαναγεμίσει ο κόσμος χρώματα, ονειρεμένα δειλινά,
ανατολές πολυπρόσμενες, μουσικές θεικές.
Ενα ανογόκλειμα του ματιού,ένα 'ματάκι,
μ΄ένα ελπιδοχαμόγελο απο κάτω είναι αρκετό.
  Η μοναξιά και η θλίψη κόρες της ορφάνιας είναι,
δώσε μου δύναμη μ' ένα σου χάδι,
αντέτε στον διάβολο να πω,στον πούστη, στον χαφιέ, στον ρουφιάνο της ζωής.
  Εγώ έτσι έμαθα ν' αγαπάω,
με λίγα θέλω να μπορώ πολύ να αγαπάω την ζωή,
σκληρός είναι ο κόσμος μάτια μου..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου