Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Η ΟΥΣΙΑ

Φεύγαν τα καράβια φορτωμένα όλα ανάκατα,με ελπίδες,όνειρα,μεροκάματα,δραπετεύσεις απο τον πνιγμό της καθημερινότητας,έρωτες,έχθρες.Λαικοκάραβα ήταν που κουβάλαγαν στις καμπούρες τους,μισές ζωές που θέλανε να βγούνε στην αντικρινή όχθη.Δέν ήταν μακρύ το ταξίδι τους,δυό ανάσες δρόμο,όσες και η ζωή δηλαδή.Με το που χάραζε σέρνανε τους ίσκιους τους ίσαμε στις σκάλες τους βιαστικά-βιαστικά όσο μπόραγαν,αποκαμωμένοι,απο τον κάματο της προηγούμενης,απο το ανέλπιδο αύριο,απο την στέρηση του τώρα.Βάζανε λίγο απο κουράγιο να τους σπρώχνει στην πλάτη,κλέβανε και μιαν αχτίδα ήλιου όταν ξεμιτούσε,ή να τους ζεστάνει ,ή να τους φωτίσει,σφίγγανε γροθιές τα χέρια στις τσέπες απο πείσμα να τα βγάλουνε πέρα,και κίναγαν για τον δυό ανάσες δρόμο.Μισοζωή.Τίποτε ολάκερο,μισές χαρές,ολόκληρες λύπες,ή διπλές πολλές φορές,μια μπουκιά,πολύ ανέχεια,βήματα βαριά,άδειοι οι ίδιοι,βλέματα σκοτεινά στης ψυχής τον καθρέφτη.
Φεύγαν τα καράβια,της ζωής να διαβούνε τα στενά,εδώ δεν υπήρχανε θάλασσες πλατιές,να σηκώσουνε πανιά,δεν υπήρχανε ταξιδιάρικοι άνεμοι,μήτε πολυπόθητα λιμάνια να αράξουν,εδώ ένα διαρκές πήγαινε-έλα ήταν απο το ένα άδειο ράφι της ζωής στο άλλο.
Το παζάρι με τα στολίδια της αλλού τόχε στημένο,και αλλού τα χάριζε.Όταν καλοσύνευε,δώριζε και στους πικραμένους.Ετσι άφησε τον έρωτα να λαμπιρίσει στα μάτια τους.Την είδε στο χάραμα,και τώρα στον γυρισμό,την καρτέραγε να γυρίσει και αυτή.Έκοψε ένα ρόδο απο τον κήπο της καρδιάς του και της το πρόσφερε μόλις την αντάμωσε,εκείνη το καλοδέχτηκε,και του χαμογέλασε με την λαχτάρα της προσμονης.Της έπιασε το χέρι και κίνησαν για το στρατί του ονείρου.Ανέβαιναν πιασμένοι απο το χέρι,και κρυφόκλεβαν φιλιά απο τα στολίδια της,εκείνη έκανε τα στραβα μάτια,πως τάχα δεν τους έβλεπε.Τώρα δεξιά και αριστερά τους ήταν στρωμένες μαξιλάρες της,με πολύχρωμα λαμπιόνια τριγύρω,μπορεί και νάτανε της χαράς,του πόθου,του πάθους,και ένα τραπεζάκι πολυ χαμηλό στην μέση όπου θα σερβίρονταν το νέκταρ της,διάλεξαν την πιο όμορφη γωνιά και κάθησαν.Ηταν ο οντάς τους.Άναψαν και το ναργιλέ της ζωής,αφού πρώτα τον γέμισαν με τα αρώματά της και άρχισαν να καπνίζουν την ουσία της,ήτανε σίγουροι πως δεν την πρόδωσαν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου