Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Η ΟΥΣΙΑ

Φεύγαν τα καράβια φορτωμένα όλα ανάκατα,με ελπίδες,όνειρα,μεροκάματα,δραπετεύσεις απο τον πνιγμό της καθημερινότητας,έρωτες,έχθρες.Λαικοκάραβα ήταν που κουβάλαγαν στις καμπούρες τους,μισές ζωές που θέλανε να βγούνε στην αντικρινή όχθη.Δέν ήταν μακρύ το ταξίδι τους,δυό ανάσες δρόμο,όσες και η ζωή δηλαδή.Με το που χάραζε σέρνανε τους ίσκιους τους ίσαμε στις σκάλες τους βιαστικά-βιαστικά όσο μπόραγαν,αποκαμωμένοι,απο τον κάματο της προηγούμενης,απο το ανέλπιδο αύριο,απο την στέρηση του τώρα.Βάζανε λίγο απο κουράγιο να τους σπρώχνει στην πλάτη,κλέβανε και μιαν αχτίδα ήλιου όταν ξεμιτούσε,ή να τους ζεστάνει ,ή να τους φωτίσει,σφίγγανε γροθιές τα χέρια στις τσέπες απο πείσμα να τα βγάλουνε πέρα,και κίναγαν για τον δυό ανάσες δρόμο.Μισοζωή.Τίποτε ολάκερο,μισές χαρές,ολόκληρες λύπες,ή διπλές πολλές φορές,μια μπουκιά,πολύ ανέχεια,βήματα βαριά,άδειοι οι ίδιοι,βλέματα σκοτεινά στης ψυχής τον καθρέφτη.
Φεύγαν τα καράβια,της ζωής να διαβούνε τα στενά,εδώ δεν υπήρχανε θάλασσες πλατιές,να σηκώσουνε πανιά,δεν υπήρχανε ταξιδιάρικοι άνεμοι,μήτε πολυπόθητα λιμάνια να αράξουν,εδώ ένα διαρκές πήγαινε-έλα ήταν απο το ένα άδειο ράφι της ζωής στο άλλο.
Το παζάρι με τα στολίδια της αλλού τόχε στημένο,και αλλού τα χάριζε.Όταν καλοσύνευε,δώριζε και στους πικραμένους.Ετσι άφησε τον έρωτα να λαμπιρίσει στα μάτια τους.Την είδε στο χάραμα,και τώρα στον γυρισμό,την καρτέραγε να γυρίσει και αυτή.Έκοψε ένα ρόδο απο τον κήπο της καρδιάς του και της το πρόσφερε μόλις την αντάμωσε,εκείνη το καλοδέχτηκε,και του χαμογέλασε με την λαχτάρα της προσμονης.Της έπιασε το χέρι και κίνησαν για το στρατί του ονείρου.Ανέβαιναν πιασμένοι απο το χέρι,και κρυφόκλεβαν φιλιά απο τα στολίδια της,εκείνη έκανε τα στραβα μάτια,πως τάχα δεν τους έβλεπε.Τώρα δεξιά και αριστερά τους ήταν στρωμένες μαξιλάρες της,με πολύχρωμα λαμπιόνια τριγύρω,μπορεί και νάτανε της χαράς,του πόθου,του πάθους,και ένα τραπεζάκι πολυ χαμηλό στην μέση όπου θα σερβίρονταν το νέκταρ της,διάλεξαν την πιο όμορφη γωνιά και κάθησαν.Ηταν ο οντάς τους.Άναψαν και το ναργιλέ της ζωής,αφού πρώτα τον γέμισαν με τα αρώματά της και άρχισαν να καπνίζουν την ουσία της,ήτανε σίγουροι πως δεν την πρόδωσαν.

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΟΝΟ

Ας είναι τρεί μέρες μόνο,σέφτηκε.

Περίπλοκη κατάσταση,περίπλοκη ζωή. Ξεκινήματα και απομεινάρια ολα ένα.Χάραξαν δρόμους που με μισή καρδιά τους διάβαιναν. Αλλού θέλανε να πάνε αλλού πηγαίνανε. Ξεκίνησαν απο την πηγή των νιάτων τους, μα ευθύς σε διαφορετικά μπήκανε κανάλια. Ενα αντάμωμα, κάπου μια σμίξη, κάπου λούστηκε ο ένας με τα νερά του άλλου , βαπτίστηκαν στον έρωτά τους, στα ονειρά τους, στα θέλω και τις προσμονές τους, και ύστερα τα άφησαν στον χρόνο να κάνει τα κουμάντα του. Θαρούσαν πως τα ηλιοβασιλέματα θάτανε δικά τους, πως οι ανατολές θα κίναγαν απο τα μάτια τους καθώς θα χάραζε η μερα.Ενας έρωτας φώλιαζε μέσα τους και ανδριονότανε.
Ετσι νόμιζαν, έτσι φαντάζονταν,έτσι ήθελαν .Λάθος. Ο Χρόνος άλλη χάραξε πορεία,ξέχωρη για τον καθένα.Κίνησαν έτσι μια ζωή που δεν ήτανε δική τους, μα τα νιατα τους μικρηναν τα λαθη,πέταξαν λίγη χρυσόσκονη στο χθες να το σκεπάσουν, και ανοίχτηκαν σε άλλες θάλασσες, με την ελπίδα πως όλες το ίδιο είναι,και ας ξέρανε μέσα τους πως τέτοια ελπίδα δεν υπάρχει.Δεν θέλανε να ξεπεζέψουνε πριν καλά-καλά καβαλικέψουν την ζωή. Τα γκέμια όμως , ποιός κράταγε τα γκέμια.Αλλού τους πήγαινε η ζωή, αλλού αυτοί θέλανε να πάνε,και κάποια στιγμή είπανε μέσα τους ας είναι και έτσι. Τι έτσι όμως,ζούσαν με δανεικά , δανείζονταν απο το παρακαταθηκών των αναμνήσεων για να τα βγάλουν πέρα .
-Τρείς μέρες μόνο,της είπε όταν ξαναντάμωσαν. Τρείς μέρες μόνο, να ζήσουμε το όνειρο που αφήσαμε στην μέση, τρείς μέρες μόνο,να γευτούμε την ζωή όπως την θέλαμε, τρείς μέρες μόνο, να χαθούμε σε πόθους αξερεύνητους, τρείς μέρες μόνο, αιχμάλωτοι να γίνουμε της αγάπης μας, τρείς μέρες μόνο να αφεθούμε στα κύματα της ηδονής, τρείς μέρες μόνο το χάδι του έρωτα να περιδιαβαίνει στο κορμί μας, τρείς μέρες μόνο τον ψύθηρο να ακούμε της ζωής που να μας λέει είμαι δική σας, τρείς μέρες απο τον χρόνο σου αγαπημένη μου, έτσι απλά.
-Ελα της είπε Οπτασία, - την ειχε βαπτισει Οπτασία, -γιατί σαν οπτασία εμφανίζονταν στον νου και στην καρδιά του, έλα της είπε να φύγουε για τρείς μέρες, είναι αρκετές για την υπόλοιπη ζωή μας.
-Δεν γίνεται ακριβέ μου, του απαντούσε, δεν γίνεται.
Σφάλιζαν τα βλέφαρα, μαράζωνε λιγάκι η καρδιά, και αποτραβιότανε πίσω απο το παραβάν της θλίψης .Η πεθυμιά υποχωρούσε και άφηνε στο πόδι της το νόθο της παιδί, το ίσως, ίσως την άλλη φορά.
-Eλα της είπε οταν ξαναντάμωσαν, δυό μέρες μόνο.Δυό μέρες και μια νύχτα ανάμεσα σ αυτές.Ενα ταξίδι όπου τους βγάλει τους δυό τους. Εκεί θα μπόραγε να της μιλά, να την κοιτά, να την αγγίζει.Η αφετηρία του ονείρου τους. Να της δείχνει στην διαδρομή την θάλασσα, και να εννοεί τις θάλασσες των ματιών της που απείρως ομορφότερες ήταν,να της δείχνει τα δάση , και να εννοεί τα δάση του πόθου που βλάστεναν απο το χάδι της, να της δείχνει τα αστέρια ,και να τα βλέπει όλα στολίδια στα μαλιά της.
-Ελα της είπε πάμε να ανταμώσουμε την νύχτα πάνω στο ποθοκρέβατό μας. Εκεί μας καρτερούν οι ηδονές που στήσανε χορό σε ολομέταξα σεντόνια πάνω.Εκεί τα σκιρτήματα του έρωτα ολοφάνερα θα είναι στα ξαναμένα κορμιά, εκεί το συνέπαρμα με την έκσταση θα ανταμώνει,πόσο πολύ σ αγαπάω Θεέ μου, εκεί θα μας χαρίζετε η ζωή, εκεί θα βυζάξουμε την ευτυχία.Δυό μέρες μόνο και μια νύχτα ανάμεσά τους.
Σιωπή πάλι έπεσε βαθειά, και η ίδια θλίψη για το απραγματοποίητο, και το ίδιο νόθο παιδί να τους τραβά απο το χέρι.Ίσως.
Αποχωρισμός ,και ο καιρός να κυλά αμίληκτος, ένας διώχτης των προσδοκιών τους, των ανεκπλήρωτων πόθων τους.
-Μια μέρα μόνο, κάπου οι δυό μας μόνο , για λίγο, να ξεπροβοδίσουμε το όνειρο που δεν ζήσαμε.Για εκείνο χρειάζονταν μια ζωή , ίσως και πολύ περισσότερο, και μείς του αρνηθήκαμε μια μέρα.Κρίμα. Κρίμα για την ξένη προς εμάς ζωή μας,κρίμα που την μισοκτίσαμε με ξένα υλικά, κρίμα που να πετάξει δεν την αφήσαμε, και ακόμη πιο κρίμα που της σπάσαμε τα φτερά.
Ξεπροβόδισε το όνειρο αφού πρώτα σφάλισε τα βλέφαρά του,και ύστερα έκλεισε και τα δικά του για πάντα, τον πρόλαβε ο χρόνος.
Υ.Γ.
Μπορεί να μην ήταν για πάντα, μα σίγουρο ήταν πως τον πρόλαβε ο χρόνος, και ακόμη πιο σίγουρο πως τον πήρε αγκαζέ η μοναξιά.

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

ΕΠΙΘΥΜΙΑ

Μικρό παιδί απροστάτευτο,την είχαν αφήσει σε μιά γωνιά ενός άδειου παγωμένου δωματίου.Τα ποδαράκια της γυμνά,τα ρουχαλάκια της σχισμένα,σκασμένα και τα χειλάκια της από το αγέρι του απραγματοποίητου.Μάτια φοβισμένα,μα γεμάτα καρτερία.Ορθάνοιχτα το αναπάντεχο να προσδοκούν, αυτό που θα το προσκαλούσε στην αγκάλη του.
Μικρό παιδί στην γωνία στριμωγμένο.Ανασούλες γρήγορες ,κοφτές να προφτάσει τον χρόνο,να νικήσει τον φόβο.
-Κάτσε εδώ του είπαν,τώρα προέχουν άλλα,τώρα άλλα πρέπει να προλάβουμε πιο άμεσα,τώρα άλλους στόχους έχουμε,αλλού μας βάλανε να στοχεύουμε.
Μιλιά δεν έβγαλε,άλλωστε τι μπόραγε να πει μικρό παιδί ήταν.Διπλώθηκε στα αδύνατά του γονατάκια,έσκυψε το κεφαλάκι του μέσα τους,με την ανάσα του να ζεσταίνεται, στάυρωσε και τα χεράκια του μπρος και περίμενε.
Απέναντί του είχε ένα παραθύρι μικρό,να μπαίνει λίγο φως,λίγος ήλιος να το ζεσταίνει όταν αραιά και που εμφανιζότανε.
Ακουγε έξω τα τρεχαλητά του κόσμου, τα ποδοβολητά των καταπατημένων ονείρων, τα άλματα προς τα ασήμαντα,το φευγιό αγκαζέ με το τίποτα,και πιότερο κρύωνε η καρδούλα του.
-Μοιρολάτρες σκεφτότανε,που είναι οι παίχτες της ζωής,και ας ήτανε μικρό παιδι.
Ο χρόνος κύλαγε αμείλικτος,κουλουριασμένο μεγάλωνε και αυτό.Αρχισε σε πανέμορφο να σχηματίζεται κορίτσι,πάλι όμως μόνο ήταν,δεν ήρθε κανένας νέος να το πλησιάσει,να του δώσει το χέρι και να του πεί-έλα,έλα πάμε έξω εκεί που μας καρτερά η νιότη μας-μαζύ της να σύρουμε τον χορό που μας αρμόζει,εμάς δυό νέους ζωή γεμάτους.
Άπλωνε το χέρι και το κράταγε εκεί μετέωρο ώσπου κουραζότανε,και ξαναμαζεύονταν στην γωνιά του και ξαναπερίμενε.
Μέσα του φώναζε και στέναζε.
-΄Ελα, έλα έλεγε επιτέλους, ήξερε πως έγινε γυναίκα με όλα της τα θέλγητρα.Οι ρόγες της ολόρθες να προσεύχονται στον πόθο,τα καπούλια της δυνατά,έτοιμα να καβαλικέψουν την ζωή, τα χέρια της απλωμένα στους τέσερις ορίζοντες μη τυχόν και ξεφύγει κάτι από μέσα τους, κι όμως εκείνη έμενε μόνη,μόνη και έρημη μέσα σε ένα κόσμο που χαράμιζε την ζωή μακριά της.
Πέρναγαν από δίπλα της και την αγνοούσαν,την άγιζαν και δεν την ένιωθαν,πότε -πότε της μονολογούσανε μα μέχρι εκεί.
-Ψευτονταήδες της ζωής σκεφτότανε,ψευτοπαλικαράδες.
Που είστε μωρέ να με αρπάξεται στα μπράτσα σας και να με πάτε στις απάτητες κορυφές του νου και της καρδιά σας.Αφού το ξέρω πως με θέλεται,γιατί κιοτεύεται μωρέ ατέλειωτη θαρρείται πως είναι η ζωή σας,μια ανάσα του αύριο είναι μοναχά,ένα τσάκ ,άντε δύο,όπως στο κέφι σας το κάνεται,ή στα δύσκολά σας με σφίξιμο των χειλιών.
-Το όνομά μου είναι Επιθυμία,πότε θα το φωνάξεται.Η Ζωή και ο καιρός γλυστρά μέσα από τις φούχτες σας δίχως να το καταλάβεται γιατί εγώ λείπω.
Καμπουριάσατε,άσπρισαν τα μαλιά σας χωρίς έξω να με βγάλεται από το παγωμένο δωμάτιο,που μικρή ακόμη με αφήσατε εκει, χωρίς να χορέψεται μαζύ μου την ζωή που σας χαρίστηκε,και εσείς προσβάλατε,ένας δεν βρέθηκε να με κάνει βασίλισσα στα όνειρά του.
-Κιοτήδες όλοι,ψευτονταήδες,σιγοψυθίρισε.
-Εμένα με λε΄νε ΕΠΙΘΥΜΙΑ,φώναξε δυνατά,κάπου,κάποια στιγμή θα ανταμώσω με τα θέλω σας,και τότε θα σας δείξω τι πραγματικά είναι ΖΩΗ, γειά σας τωρα..

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

ΕΛΑ ΖΩΗ.

΄Ελα σου είπα.Εκεί που μ'άφησες θα με βρείς,στην άκρη της μοναξιάς,εκεί που στριγκλίζουν οι σειρηνες της απόγνωσης,εκεί που χάσκει το απύθμενο χάος της εγκατάλειψης,εκεί που η αγριεμένη θάλασσα της θλίψης στα βράχια σε κτυπά των ατέλειωτων γιατι,εκεί στην άκρη της μοναξιάς που σβήνει το όνειρο,εκεί θα με βρεις,ΚΡΙΜΑ,κρίμα για σένα,για μένα,για το όνειρο. Ξέρεις;Ενα καραβάκι άνοιξε πανιά λευκά στ'ανοιχτά της θάλασσας,μετά κι άλλο,κι άλλο,κι άλλο ένα.Νάναι οι ελπίδες άραγες που βγήκανε να ανασάνουνε απο τα πονέματα του κόσμου,η μήπως έρωτες που βγήκανε σεργιάνι σε καταγάλανα κύμματα χαράς,και μεσοπέλαγα ανοίχτηκαν να χωρέσουν την ευτυχία τους. Μήπως πάλι κατατρεγμένοι ήταν έρωτες που βάλθηκαν μακριά να φύγουν,το βάλσαμο να βρούνε της πληγής τους,όμως παλι δίχως ένα μαύρο σημάδι στα πανιά,ένα πένθος για τον χαμένο έρωτα,όχι,μάλλον όχι. Αν πάλι η απόγνωση ήταν που θέλησε κουράγιο για να γίνει;Όμως πάλι όχι.Θαρρώ πως ήταν η ζωή που περήφανα φούσκωσε τα πανιά, στις θάλασσές της να ταξιδέψει,το στίγμα της να δώσει,την ομορφιά της να χαρίσει,τα κουμάντα της να δείξει.Ναι αυτή είναι,άλλωστε στηνν μια άκρη του καραβιού έγραφε το όνομά της ΖΩΗ,έλα σε προσκαλώ,έλα εκεί να πάμε..

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

ΠΩΣ

Ξεκίνησα για την φωλια των ονείρων μου,την αγκαλιά σου,παίρνωντας το στρατί του έρωτα, μα στα μισά του κοντοστάθηκα,κάτι μπόμπες που πέφτανε παρέκει και αφανίζανε παιδιά, μου κόψαν την ανάσα,όχι απο φόβο όχι,μα απο άκρατο θυμό-απουσίαζε και ο Θεός κεινη την ώρα-,και πως να έρθω αγαπημένη μου,σέρνοντας ξοπίσω μου τις λεηλασίες των ανθρώπων,τις ληστείες των ψυχών, των ματιών τους την απόγνωση,την ικεσια μικρών παιδιών για λίγη ΖΩΗ χωρίς τρόμο,το έρεβος για το αύριο πιο βαθύ να ειναι και απο του άδη,την ελπίδα της ίασης απο τις σπαρμένες αρρώστιες των κάθε λογής όπλων τους,να φαντάζει σα σβησμένο φως απο τους αγέριδες της εκμετάλευσης των λυκανθρώπων.
Ξεκίνησα για την φωλιά των ονείρων μου, την αγκαλιά σου, μα στον δρόμο κάτι γερόντους συνάντησα ανήμπορους,με βλέμμα τοσο ανήσυχο,αντιστρόφως ανάλογο με την ηλικία τους,να περιμαζώνουν την ζωή τους σε ενα μπογαλάκι,σαν κάτι ακριβό,ή σαν τίποτα,που δεν ξέρανε αν να το κρατήσουν θέλανε,ή έξ επίτηδες να το αφήσουν κάπου ξεχασμένο,κάτι πονεμένους συνάντησα στις γωνιές,που αφήκαν την αξιοπρέπειά τους στην άλλη πλευρα της γωνίας που δεν φαίνεται και ζητιάνευαν λίγη αμαρτία της ζωής,ένα κομάτι ψωμί ή λίγα ψηλά,το ανηφόρι να βγάλουνε της μέρας.
Είδα και κάτι άλλους πονεμένους,αυτοι ήταν απο έρωτα πονεμένοι,μα αυτους δεν τους φοβόμουν,αυτοι διεκδικούσαν μερίδιο απο την ζωή ετσι κι αλλιώς,και κράταγαν στην φούχτα τους ένα της κομμάτι ώσπου το σημπλήρωμά της νάβρουν.
Θα έρθω καλή μου μοναχά και μόνο να σε πιάσω απο το χέρι,γιατί μόνος μου δεν μπορω ,και αν είναι μπορετό ένα χαμόγελο να χαρίσουμε σε ένα μικρό παιδί,απο αυτά πυ δυστηχάνε,μια ανάσα στους κουρασμένους,ένα στήριγμα στους γκρεμισμένους,τότε και μόνο τότε θα είμαστε και μείς λιγάκι ευτυχισμένοι,γιατί πως γίνεται μελένια μου νάμαστε εμείς ευτυχισμένοι ανάμεσα σε τόση δυστηχία;ΠΩΣ..ν.κ.

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΑΦΗΜΕΝΑ

Στην κορυφογραμμή της απέναντι σε βλέπω ζωής μου να περπατάς,
μήτε ν'ανέβω μπορώ,μήτε όλη να την διασχίσω,
έτσι γίνεσαι μοναχά ελπίδα,
προσπαθώ,
ίσως κάποτε σε φτάσω,αν τα γηρατειά δεν με προφτάσουν,
κουράστηκα,και όμως ακόμη ελπίζω..ν.κ.

-----------
Φτιάξε μου ένα όνειρο
να μπώ να κατοικήσω,
ΕΣΥ μπορείς.

Φτιάξε μου έναν παράδεισο
να γευτώ την αμαρτία,
ΕΣΥ μπορείς..ν.κ.

---------------
Σε φιλώ στον λαιμό και είσαι σαν το σταχυ που γέρνει στην αύρα του καλοκαιριού,
ανατριχιάζεις,παιχνιδίζεις,γέρνεις,γέρνεις προς την πλευρα του έρωτα,
στα σκιρτήματα της ηδονής ανατριχιάζεις,
με την αγάπη παιχνιδίζεις,
πόσο σ'αγαπώ πόσο μ'αγαπάς..ν.κ.

------------------
Δεν βλέπω απέναντι,ομίχλη να'ναι καταχνιά,αντάρα.
Δεν βλέπω απέναντι,μου πήρανε το φώς,μ'αφήκαν το σκοτάδι.
Μήτε να χαρώ μπορώ μα μήτε και να κλάψω,
μου πήραν και τα όνειρα.
Δεν βλέπω απέναντι,νάναι γκεμός μπρός,ή η κοιλάδα των καημών,
ή τάχα της ευτυχίας ο παράσεισος;
Έλα αγαπημένη μου και στάσου μπρός μου,να σε αφουγκραστώ,
να ξοδέψω το χάδι μου πάνω σου,στα μαλιά,στα βλέφαρα, τα χείλη σου,
στα δυό σου βουναλάκια,στο εργαστήρι της ζωής σου.
Δεν βλέπω απέναντι,έλα ζωή μου και στάσου αντίκρα μου να σ'αγκαλιάσω,
να δω τα μάτια σου να δω το φως μου..ν.κ.

-------------------
Βρέχει.Βρέχει ασταμάτητα.
Μήνες τώρα βρέχει.Πότε βοτιάς,πότε χιονιάς.
Ολες οι μέρες ανήλιες,μουντές,κατσούφικες,θανατερές.
Ως και η μελαγχολία πιότερο μελαγχόλησε.
Οι κρυφοί πόθοι ολότελα μαράζωσαν.
Μοναχά οι καημοί του νού βγήκανε σεργιάνι σε ανέλπιδα αύριο.
Βρέχει.Βρέχει ασταμάτητα.
Τσάκισε η θέληση,μούλιασε στον πυθμένα της αβάσταχτης λύπης.
Που είναι η ψυχοσώστρα χαρά κρυμένη;
Που είναι ο φωτοδότης ήλιος της αγάπης;
Που είναιο ποθομάχος της ηδονής, ο απογειωτής έρωτας;
Που ειναι η ΖΩΗ;
Βρέχει.Γκρίζα,μουντά,και κρύα όλα τριγύρω.
Λείπει και το χέρι ΕΚΕΙΝΗΣ απο την φούχτα μας..ν.κ.

------------------
Κοιτώ τον πόθο κατάματα και βλέπω το κορμί σου να περιφέρεται λάγνο σε κατάμεστους αμπελώνες,λικνίζοντας παθιάρικα τα ημισφαίρια του έρωτα,κορφολογώντας τις ρώγες της ηδονής.
Κοιτώ τον πόθο κατάματα,και βλέπω την πυγή της ζωής να αναβλύζει ανάμεσα απο τα δυό σκέλια,φλόγα και δροσιά ταυτόχρωνα,φως και σκοτάδι,παρουσία και έλειψη,βαριαστέναγμα και ανακούφιση,της στιγμής αναλογα.
Κοιτώ τον πόθο κατάματα,και βλέπω τα μάτια σου μισόκλειστα,χαμένα σε χιλιάδες μικρούς θανάτους,και άλλες τόσες γεννήσεις της μάνας του οργασμού,τα χείλη σου πότε σφιγμένα και πότε λεύτερα ανάλογα με τα σκιρτήματα του έρωτα στο κορμί σου,μικρά ν'αφήνουν βογκητά τέλους και αρχής,τινάγματος και ηρεμίας,προσδοκίας του μεγαλύτερου,του ομορφότερου, του τέλειου.
Κοιτω τον πόθο κατάματα και βλέπω ΕΣΕΝΑ συμπαν ολόκληρο και πλάση φτιαγμένη και σμιλεμένηαπο το χέρι της πρωτομαστόρισας αγάπης..ν.κ.

----------------
Ηπια και μέθυσα απο μοναξιά.
Ηπια και μέθυσα αντάμα με την μοναξιά.
Τι άσχημο μεθυσι θεέ μου,
μήτε πόνος να νερώσουν τα δάκρυα το κρασί,καινα το ελαφρύνουν,
μήτε χαρα να τα τσούζεις αντάμα με την ευτυχία,και τίποτα να μη καταλαβαίνεις,
παρά μόνο μια αβάσταχτη μοναξιά,
παρέα με ματωμένες θυμισες..ν.κ.

------------------
Ξεπρόβαλες μέσα απο την ομίχλη του χθές,
απο την καταχνιά της λύπης,
απο το ανέλπιδο αύριο.
Ξεπρόβαλες μέσα απο τυράνιας θύμισες,
πίσω απο δάκρυα μοναξιάς,
μέσα πο σφιγμένα χείλη εγκατάλειψης.
Ξεπρόβαλες και ήσουν ΕΣΥ το χάραμα της ζωής μου,
της χαράς μου η ανατολή,
το χαμόγελο της νιότης μου,
το ζωντάνεμα των ονείρων μου,
ΗΣΟΥΝ ΕΣΥ Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ..ν.κ.

-------------------------
Στου πόθου τα ερημονήσια
η ψυχή μου τυρανιέται,
στης αγάπης τα ξωκλήσια ,
με την μοναξιά μετριέται.

Στα σκοτάδια της μοναξιάς
ο καημός παραφυλάει,
στους δρόμους της ανημποριάς
η ζωή ανάποδα κυλάει

Με την απονιά σου θύμωσα,
θα φύγω μακριά σου,
κοντά σου εγώ ερήμωσα
πολύ πονάει η μαχαιριά σου.

---------------------------
Ταξιδευτής θέλω να γίνω του κορμιού σου,
μα μένω αταξίδευτος,
τι κι αν έκανα τις διατριβές μου,
σε ρούγες κοριτσιών
και σε μποτρντέλα..ν.κ.

------------------------------
Αύριο το ξέρω πως θα είναι αργά,
σήμερα δεν προλαβαίνω,
το χθές το έχασα,
αραγε ήλθα σε τουτη την ζωή;

----------------------------------
Σήμερα ήμουν θυμωμένος μαζύ σου,
είπα όλα τα ψεγάδια σου να βρώ,
έψαξα-έψαξα,δεν βρήκα κανένα,
ΠΟΣΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ..ν.κ.

----------------------------
Τα σκιρτήματα και τα τινάγματα
της ηδονής σου,
αντάμα ο θάνατος με την ζωή
και εγω τα βιώνω και τα δύο,
τι ΜΕΓΑΛΕΙΟ..ν.κ.

---------------------------

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

ΑΝΕΜΟΣΤΡΟΒΙΛΟΣ

Ο καιρός της ψυχής του ολο και πιότερο σκοτείνιαζε.Σύννεφα άρχισαν να μαζεύονταν στον ουρανό της. Ενα αγέρι που φύσαγε, άρχισε να λυσομανά πάνω της.
-Ερμη ψυχή μου ,μονολόγησε,τι σε περιμένει ακόμη,και ακόμη πόσο θα αντέξεις.Έσφιξε τις χούφτες του.
-Οσο θα δέχομαι τους κεραυνούς σας , τόσο εγώ θα σηκώνω αλεξικέραυνα,όσο θα με παγώνεται ,τόσο εγώ θα ζεσταίνομαι με το χνώτο της αντίστασης, όσο θα με πλημυρίζεται ,τόσο εγώ θα στήνω γέφυρες διάσωσης.
-Δεν με πιστεύεται;΄γιατί,δεν βλέπεται 'οτι απο μόνος μου κινηγώ τους ανεμοστρόβιλους;΄Προετοιμάζομαι γι αυτούς,μπαίνω στην δίνη τους.
Τι όμορφο παιχνίδι αλήθεια,τι συναρπαστικό.Μπαίνεις στο κέντρο τους ,και ξαφνικά ανυψώνεσαι στον ουρανό,ξαφνικά βρίσκεσαι σε έναν άλλο τόπο,όσο γρήγορο και νάναι το ταξίδι. Ασε που στο διάβα σου παίρνεις μαζύ σου σκουπίδια και μαλάματα.
-Ιδια η ζωή σου λέω,δεν ξέρεις ούτε τι θα σου φέρει, ούτε τι θα σου πάρει, ούτε τι θα αποτραβήξει , ούτε τι γεναιώδωρα θα σου προσφέρει.Εσυ πρέπει πάντα έτοιμος να είσαι να μπεις στην δίνη της. Αν μπορείς έγκαιρα να ξεχωρίσεις τα σκουπίδια απο τα μαλάματα,να φας τα τσίπς, και να πετάξεις τον χυλό. Αν μπορείς να μυρίσεις τον ανθό, και να αποφύγεις τα σκατά,και αν μπορείς να ποτίζεις τα λουλούδια ,ώστε να μην μαραθούν ποτέ.
Ρούφηξε μια ρουφιξιά απο το ποτό του, μια ρουφιξιά απο την ζωή του, άλλωστε τι είναι η ζωή σκέφτηκε ,μια ρουφηξιά απο την αιωνιότητα, μια ρουφηξιά απο το τίποτα δηλαδή.
Πήρε ένα πατατάκι και το έφερε στο στόμα του.
Ολες του οι αισθήσεις μαζεύτηκαν στην γευση.
-Νόστιμη που είσαι ζωή, σκέφτηκε, γιατί με μιάς τον διαπέρασε το κύμα του έρωτα , απο την αγάπη του φερμένο.
Ενα τσίπς που το γευόμαστε με όλο μας το είνε είναι η ζωή, όταν όμορφη είναι,και ένα φαρμάκι , ένα καταπότι όταν τσιριμόνιες μας κάνει.Σκέψεις, σκέψεις,σκέψεις, και οι ανεμοστρόβιλοι σωρό.
Ο ένας σε παίρνει , σε σηκώνει ψηλά ,και σε κάνει θεό, και ο άλλος σε παίρνει και σε πετάει σχισμένο σώβρακο,στον κάδο με της ζωής τα άπλυτα.
-Ελα ψυχή μου ξαστέρωσε, ανάμεσα απο τους ανεμοστρόβιλους είναι η ξαστεριά,είναι τα πρωινά που ο ήλιος,λαμπυρίζει στην θάλασσα,είναι τα πρωινά που οι ανατολές πίνακες είναι ζωγραφισμένοι απο της ομορφιάς το χέρι.
-Τι είναι καλύτερο σκέφτηκε ,ο ανεμοστρόβιλος που σε σηκώνει ψηλά, και σε κάνει μικρό θεό, ή τούτα τα πρωινά και τούτες οι ανατολές.
-Οτι και νάναι αξίζει,εκείνο που δεν αξίζει είναι να είσαι σχισμένο σώβρακο στον κάδο με της ζωής τα άπλυτα,φώναξε δυνατά.

Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2010

ΠΡΟΣΜΟΝΗ

Καιρό τώρα ανέμεναν το αντάμωμά τους.Καιρό τώρα την πρόσμενε.Σαν τους χαρίζονταν λίγος χρόνος,το μόνο που προλάβαινε ήταν να βάζει τ΄ ακροδάκτυλά του στα μαλιά της, να της κρατά με ευλαβεια θαρρείς το πρόσωπο και να της ψυθιρίζει σ'αγαπώ.Αλλη λέξη νόμιζε πως θα αμάυρωνε κείνες τις στιγμές.Αν λίγο περίσευε ο χρόνος σε "λατρεύω της έλεγε, σε θέλω".Ετσι ταξίδευαν μόνοι στα τραχιά μονοπάτια της μοναξιάς τους, χαμένοι σε ανέλπιδα αύριο.Μύριες φορές η απελπισία στρογγυλοκάθισε πάνω τους αδειάζοντας ότι ωραίο είχαν μέσα τους και μύριες φορές η πίστη τους τα ξανάδινε πίσω.Δεν μπορεί τούτος ο έρωτας να τελειώσει έτσι. Τράνεψε στα στήθη τους,και τώρα ζητάει το μερτικό του.
   Ένα αεράκι έφερε το χάδι της στο πρόσωπό του.Εκλεισε τα μάτια του,άνοιξε κείνα της φαντασίας,και την είδε πάνω του να τον γλυκοκοιτά έρωτα γεμάτη.Εσκυψε και τον φίλησε στις άκρες των χειλιώ του.Σήκωσε τα χέρια του και την αγκάλιασεΤην 'εσφιξε πάνω του,'σ ευχαριστώ" της είπε.Πήρε κουράγια για παραπέρα,πήρε ανάσες ζωής, την έσφιξε πιότερο πάνω του, την φίλησε παθιασμένα,το στήθος της είχε ξεπροβάλει σφριγηλό, ποθεμένο.Περιδιάβηκε με τα χείλη του ολο της το κορμί,Ποθεμένα, παθιασμένα,ηδονικά.Μέλωνε εκείνη,και αυτος ένοιωθε τροπαιούχος και προσκηνητής συνάμα. Ένας κρότος τον συνέφερε, όνειρο ήταν.Οι σταλαγματιές αγωνίας εμφανίστηκαν στο πρόσωπό του.Αρχισαν να κυλούν αργά-αργά στα μάγουλα σχηματίζοντας ρυάκια ανεκπλήρωτων πόθων.Ηθελε να προλάβει, ας τα ζήσω σκέφτηκε, και ύστερα αν πρέπει,αν χρειάζεται ας κάνω τα λιγα μέτρα στον γκρεμό.
  Ανατέναξε βαριά να βγάλει έξω τα βασταζούμενα μέσα του που τον τυραννούσαν.Ώρες-ώρες το έπνιγαν.Εδώ δεν παλεύεις με κύμματα, εδώ η ανημπόρια σου κόβει τα χέρια,σε παραλύει.Εδώ η πεισμώνεις ή εγκαταλείπεις,κι αυτός πείσμωσε.Έκανε την αγάπη του καράβι,κατάρτι τον έρωτά του,σχοινί τα θέλω του και τα έδεσε στον κάβο του πολυπόθητου ερχομού της.
  Αστραψε.Έναςκεραυνός έπεσε κάπου εκεί τριγύρω, μήνυμα ήταν, το ήξερε το ένοιωθε."Θα ρθεί" είπε μέσα του, ύστερα το είπε δυνατά να το ακούσει ο ίδιος,μετά το φώναξε να το ακούσουν οι άλλοι.Μια βροντή ήρθε να το επιβεβαιώσει."Θα ρθεί".Σήκωσε το πρόσωπο στον ουρανο, οι πρώτες σταγόνες άρχισαν να δροσίζουν το πύρωμα της απουσίας της.Θα ερχότανε με το θάμα του ουράνιου τόξου. Θ ήταν πάνω του, πανέμορφη και αυτή, ένα θάμα και η ίδια, φορώνταςμόνο ένα λευκό,λεπτό, μακρύ φόρεμα. Την είδε, είχε τα μαλιά της ριγμένα στους ώμους,ανέμιζαν μαζύ με το ελαφρύ φόρεμά της, καθισμένη όπως ήταν σε μια αιώρα που ήταν κρεμασμένη απο την μέση του ουράνιου τόξου.Πηγαινοέρχονταν απο την άκρη ως την μέση του ουρανού. Το χάδι της αγέρι, έφτανε στο προσωπο του.Δεν χόρταινε να την ανασαίνει.Δυό ήλιοι τα μάτια της ζέσταιναν την καρδιά του.Της έκανε νόημα να κατέβει,"έλα" της είπε.Εκείνη άφησε την αιώρα,ανέβηκε στο ουράνιο τόξο,και άρχισε να κατηφορίζει προς την μεριά του.Νεράιδα ήταν, ένα όραμα, μια οπτασία.Ανοιξε τα χέρια και την περίμενε, έφτασε στην άκρη του, και έπεσε στη αγκαλιά του.Σφίχτηκε πάνω του,κόλησε τα χείλη της στα δικά του,τρύπησε με τα στήθη της το στήθος του,πήρε την ανάσα της,πήρε την δική του.Τα χέρια του την αγκάλιασαν ολάκερη.Ετσι θα γινότανε όταν θα βρισκόντουσαν.Μάζεψε τον νού του.
  Ασυντρόφευτος που μπορείς να φτάσεις σκέφτηκε,ή στην τρέλλα ή στον μαρασμό,κι αυτός ήθελε να ρουφήξει το μεδούλι της ζωής, και μάλιστα απο τα χειλη της καλής του.Ένα δάκρυ που πηγε να κυλίσει απο τα μάτια του,σφάλισε τα βλέφαρα και το κράτησε μέσα του.Ήθελε να το κάνει διαμαντόπετρα χαράς,να της το προσφέρει οταν θα αντάμωναν.Ήθελε να το σταλάξει στην άκρη των χειλιών της σαν μεταλαβιά της αγάπης του,ήθελε να το πάρει στην παλάμη της σαν μεγα της καρδιά του ευχαριστήριο.Έκλεισε τα μάτια και ονειρεύτηκε.Την είδε ανάμεσα στ΄αστέρια,το πρόσωπό της έλαμπε σαν μιας θεάς, η αύρα της σκόρπαγε τριγύρω την μέθη του έρωτα.
  -Που πας; την ρώτησε γεμάτος λαχτάρα.
  -Στην γιορτη , δεν είπαμε;
  -Τρέχω να ετοιμαστώ αγαπημένη μου.
Τώρα όμως ήξερε πως είναι αλήθεια.
Γρήγορα αδειάζει το ποτήρι του καθενός μας,κι αν εσύ το γεμίσεις με φαρμάκι,χαμένος είσαι εξ αρχής,το ξέρανε κι οι δυό αυτο.
  Ένα φεγγάρι ολόγιομο άρχισε να ανεβαινει στον θόλο του ουρανού.Κάτι του έλεγε,πως κάτω εκεί ,τούτο το βράδυ θα παντρεύονταν.Μεγάλη η αγάπη τους, μεγάλος και της εκκλησιάς ο θόλος,τρανό και το καντηλι της.Τούτη την νύχτα θα τέλειωνε η γλύκα της προσμονής,και θ'αρχιζε η πανδαισία του έρωτα.Η αγωνία θα τέλειωνε του πότε,καιθ¨αρχιζε το τώρα της ζωής.Τούτη την νύχτα άνοιξε την αγκαλιά του να χωρέσει μεσα της ο κόσμος όλος,ΕΚΕΙΝΗ.Τα κύμματα παραδίπλα τραγουδούσαν ήδη για το ζευγάρωμα. Η μέθη άρχισε να απλώνεται ολόγυρα.Όλοι έπαιρναν μερτικό απο την χαρά που τους όφειλε η ζωή.Εκεί κάτω απο το φως του φεγγαριού,τους καρτερούσε η αγάπη τους.Εκει πλάι στο κύμμα θα στέκονταν αντίκρα,θα εμπλεκαν τα δάκτυλά τους,και με υγρα και λιγωμένα απο τον έρωτα μάτια θα ψιθύριζανο ενας στον άλλο Σ ΑΓΑΠΩ,με όλη της ψυχής τους την δύναμη.
Μύρια αστέρια τους φώτισαν, ήταν τα χρωστούμενα της ζωής απέναντί τους.Εκεί παράνυμφοι στο πάντρεμά τους ήταν ο πόθος, το πάθος, η ηδονή.Πήρε το πρόσωπό της στις παλάμες του,πλησίασε το δικο του, την κοίταξε ως τα κατάβαθα της ψυχής της,και ύστερα τρυφερά,και σαν επιβεβαίωση πως απο δω και μπρος θα είναι πάντοτε μαζυ,της ψυθίρισε-άσε με να βγάλω το κραγιόν σου-.
  Την φίλησε απαλα στην ακρη των χειλιών της,ύστερα δυνατά,παθιασμένα.Τον άφησε , το κραγιόν της είχε φύγει.