Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

ΕΙΠΕΣ ΘΑ ΡΘΕΙΣ

Είπες θα ρθείς,και εγώ χάραξα καινούργιους δρόμους στους ουρανούς της προσμονής,
σκόρπισα λούλουδα για να πατάς,και λαμπιόνια τους έκανα τα αστέρια.
Είπες θα ρθείς,και ίανα όλες της πληγές της καρδιάς,ήθελα ολάκερη-κατάγερη να είναι δικιά σου,να στίβει τις ρόγες της ζωής και να σε μεθάει με το κρασί της.
Είπες θα ρθείς,και έκλεισα την ψυχή μου στο φιλί,με το πρώτο σμίξιμο να στην χαρίσω,
μακριά σου δεν την χρειάζομαι,κοντά σου από σένα θα ανασαίνω.
Είπες θα ρθείς,και έτρεξα να προλάβω όλες τις ανατολές για να τις δώσω την μορφή σου,και σε όλα τα δειλινά τα δικά σου βλέφαρα να βάλω που θα κλείνουν αργά-αργά την μέρα,ανοίγοντας μέσα τους παραδεισένιες νύχτες του έρωτα.
Είπες θα ρθείς,και εγώ έκλεψα τα στραφτάλια της θάλασσας,να τα βάλω στολίδια στα μαλιά και στο γυμνό κορμί σου,έτσι όπως ο πόθος θα ζωγραφίζει πάνω τους στα φεγγαρολουσίματα του έρωτα.
Είπες θα ρθείς,δεν ήρθες κι απόμεινε μοναχά η πινελιά της ομορφιάς σου στον έρημο κόσμο μου,ας είναι,έστω και έτσι του έδωσες ζωή,έστω για λίγο,έστω για πολύ,έστω για πάντα,της αληθινής αγάπης της πρέπουν προσμονές,της πρέπουνε θυσίες...

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Η ΠΛΑΝΗ

Σφίγγω τα χέρια μου μπρός μου,δεν φορώ πανοφόρι,δεν μου απέμεινε,κουλουριάζομαι να μην κρυώνω,και είναι μεσοκαλόκαιρο.Τι θα κάνω τον χειμώνα;ίσως τότε αν έρθει αυτή που καρτερώ,αν την αγάπη βρώ,να βγώ γυμνός στους δρόμους,τώρα όμως κρυώνω,κτυπούν τα δόντια μου από απαγοήτευση,από απελπισία.
Πλανήθηκα από την ζωή,μου έταξε ταξίδια και σε αδιέξοδα με οδήγησε,από την αγάπη πλανήθηκα,έριξε μαύρο πέπλο στο φως των ματιών της,και σκοτείνιασε τον δικό μου κόσμο,και ούτε και ο έρωτας μου στάθηκε,μου έταξε αστέρια,και γέμισε την αγκαλιά μου αποκαίδια.
Κρυώνω,κρυώνω πολύ,προδόθηκα από φίλους,εχθρούς φρόντισα να μην έχω,άλλωστε μόνο οι φίλοι έχουν το προνόμιο να σε προδόσουν,χειμώνας,παγωνιά στην ψυχή,δεν υπάρχουν ορίζοντες ηλιοβασίλευτοι,παρά μόνο ματωμένοι ορίζοντες,που να γυρίσω,πόλεμοι,φόνοι,φρίκη,όλεθρος,πως να σπάσω τις πέτρες μου,και να τις κάνω γόνιμη γή.
Κάποτε το καλό μου έκλεισε το μάτι,δεν ήξερα ότι με περιέπαιζε,νόμιζα πως το έκανε γιατί ήθελε να γίνει συννένοχός μου,πλάνη,πλάνη του κερατά,που φύτρωσε το καλό ώστε να το βρώ εγώ στον δρόμο μου.
Πλάνη,πλάνη οικτρά,νόμιζα ότι ανέμιζε η χαίτη των ονείρων μου πετώντας σε ποθεμένους ουρανούς,μα ήτανε σκέψεις σκαστές-μικρές,απαλειφάδια τους,θέλω που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν.
Σφίγγω,σφίγγω τα χέρια μου στο στήθος μου,κρυώνω κατακαλόκαιρο,σε φέρνω και σένα μπρός μου,σε σφίγγω πάνω μου,έχω ανάγκη την ανάσα σου να ζεσταθώ,τα χέρια μου πλέκω στα δικά σου για να μπορώ να κρατηθώ,στο χαμόγελο απο τα ζωγραφισμένα χείλη σου το κουράγιο μου αναζητώ,μη γίνεις και εσύ αγαπημένη μου της πλάνης μου προσωπογραφία,πάρε της ελπίδας την μορφή..

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

ΕΚΤΩΡΑΣ Ο ΕΡΩΤΑΣ

Έδεσες πίσω απο το άρμα σου τον πληγωμένο έρωτα,και τον έσυρες στου χωρισμού τους δρόμους,με σαιτιές τον πλήγωσες του πρέπει,και με σπαθιές του τέλους.
Ξέπνοο σχεδόν τον άφησες στου αχέροντα την άκρη,μα κείνος κεί στην άκρη της αβύσσου άπλωσε το χέρι του και πιάστηκε από ένα τόσο δά ανθισμένο λουλουδάκι,και κείνο που άμοιρο το νόμιζες,είχε την δύναμη να τον σώσει από τον γκρεμό.Τις ρίζες του έβαλε βαθειά το βάρος του να αντέξει,
ίσιωσε τον βλαστό του να πιαστεί,τα φυλλαράκια του άνοιξε πλατειά σα χάδι να τον σκεπάσει,την ευωδιά του έκανε ανάσα της ζωής του.
Μέγάλη προσφορά ζωής από ένα τοσοδούλι λουλουδάκι.
Κράτα τον ταπεινό,μπορεί να είναι βασιλιάς,το χέρι σου δώσε στον πεσμένο,μπορεί αύριο να θές εσύ το δικό του χέρι,εκεί πήγαινε που σε καρτερούν,μίλα με τους άλλαλους,στους αδικημένους δώσε δύναμη,ξεφτέλισε τους δήθεν δυνατούς,φοβισμένα γίνονται ανθρωπάκια που τρέχουν να κρυφτούν μόλις τους βγάλεις την ταμπέλα.
Ένα παραμύθι η ζωή με δράκους και νεράιδες.
Ξέλυσε αγαπημένη μου τα άλογα,θα βρώ τρόπο εγώ να γιάνω τις πληγές μου,με την ζωή έχω γινάτι,και συ απλά χαμογέλασε αν θέλεις και σένα να φιλήσει.

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

ΩΣ ΕΔΩ

Κατασκευασμένα φοβισμένα ανθρωπάκια,πίσω από τις κουρτίνες κρυμένα,με τις πατούσες να προεξέχουν από κάτω,κοιτούν ανήμπορα το αλισβερίσι που γίνεται μπρός τους για την ζωή τους,κοιτούν με τρόμο αυτούς που χρόνια τώρα τους κορόϊδευαν,και στήσανε λαιμητόμους στο αύριό τους,αφαιρώντας ζωή από τα παιδιά τους.Τώρα τους έχουν βάλει σε ένα βαρέλι με βρωμιές και προσπαθούν να κλείσουν το καπάκι.Γελάστηκαν όμως,η ζωή έχει αρώματα δυνατότερα απο την δυσωδία τους,και η υπομονή όταν μεθάει από απελπισία,ανεξέλεκτη γίνεται,τότε μπαίνει μπροστά η καρδιά και κάνει με το έτσι θέλω το αύριο δικό της,ένα αύριο ολότελα δικό της που στις άκρες του έχει περιθώρια ονείρων,και στις σελίδες του υπογραμισμένες ελπίδες.

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

ΤΕΡΜΑ ΤΑ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ

Ξενυχτάμε τα πεθαμένα μας όνειρα κάθε βράδυ.
Θρηνούμε τις μισές ζωές μας,αυτές τις χωρίς γέλιο,χωρίς ελπίδα.
Κόμπος το στομάχι από την αγωνία.
Θα ξημερώσει;,αν ναι πως,τι θα μας βρεί τι μας περιμένει.
Κόψαν τα σχοινιά από τους χαρταετούς μας.
Περιμένουν πότε θα γκρεμοτσακιστούμε.
Ακονίζουν τα μαχαίρια στα κόκκαλά μας,
ύστερα χαράζουν τις ψυχές μας.
Ένας,δύο,τρείς,εκατό,χιλιάδες στην εξαθλίωση,στην πείνα,τον χαμό.
Τι τους νοιάζει,ράψαν τα κουστούμια τους στα μέτρα των ανοχών μας
από της καρδιάς μας το μετάξι.
Τώρα περιφέρονται λόρδοι,και νοιάζονται λέει για μας,
ψεύτες και υποκριτές.
Ίσαμε τα τώρα κράταγαν το αλαβάστρινο μπαστουνάκι τους κάτω στην μασχάλη,
ότι τάχαμου κάποιοι είναι,και μας φοβέριζαν με αυτό,οι γελοίοι.
Τώρα είναι καιρός,ήρθε ο καιρός,να κρατήσουμε εμεις την δικιά μας μαγγούρα
με τους ρόζους τους χοντρούς.
Τέρμα τα μοιρολόγια,ο θάνατος τελείωσε,αρχίζει η ζωή.
Αυτή η ταπεινή,η γνήσια που ονειρευτήκαμε.
Αυτή με τις καλημέρες,τις ανοιχτές αγκαλιές,το σώσιμο το νοιάξιμο.
Αυτή με τις ανοιχτές αυλές,αυτή της παρέας, του άντε φίλε στην υγειά μας,
φίλε,να λές φίλε,και να βγαίνει από τα σπλάχνα σου η λέξη.
Τέρμα τα μοιρολόγια,όχι άλλο χώρο στους ανάξιους.
Πήραν το φιλότιμό μας για αδυναμία.
Ξεχνούν ότι το φιλότιμο θέλει καρδιά,και την καρδιά την έχουνε στα στήθεια τους
αυτοί που τόχουν.
Σαν πάψει να λαθεύει η καρδιά,τότε βγαίνει μπροστά,πολεμάει και νικάει.
Καιρός να αφήσουμε τα καραβάκια μας να ταξιδέψουν με τα λευκά πανιά.
Θα την μερέψουμε την θάλασσα.
Ένα κουπί εσύ,ένα εγώ,όλοι μαζύ,εεεόπ θα πιάσουμε στεριά.
Πρώτα όμως να βουλιάξουμε τα λάθη μας,να ρίξουμε στην θάλασσα τα έρμα.
Κοίτα βγαίνει η ανατολή,κι από εκεί,κι από κεί,κι από κεί,
από χιλιάδες μεριές,
δεν θα τον σκοτεινιάσουν αυτοί τον κόσμο μας,
εεεεεόπ με όλη μας την δύναμη.

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

ΤΑ ΣΤΕΦΑΝΑ

Έφυγες και μιά σιγαλιά απλώθηκε ως της ζωής μου τα πέρατα,δεν υπάρχει ούτε ψύθιρος να κανακέψω τα όνειρα,ούτε φτερά για να τα ταξιδέψω.Βουβά και τσακισμένα όλα,ακρωτηριασμένα από τον πόλεμο με την μοναξιά.
Κρυστάλινο ποτάμι το γέλιο σου πότιζε την εύφορη κοιλάδα της καρδιάς μου,τώρα έγινε έρημος με τα καμένα δένδρα των πόθων να υψώνονται σαν σκιάχτρα για να θυμίζουν πως εδώ κάποτε έσπερνε τους σπόρους της η ζωή.
Σαν ισοβίτης τώρα περιφέρομαι στον αυλόγυρο των αναμνήσεων,τότε που το χαμόγελο άνθιζε στα χείλη,να κλέψω λίγη παρηγοριά παρακαλώντας να μου δοθεί χάρη,χάρη από την αγάπη,χάρη από τον έρωτα,χάρη από την ζωή,ήθελα να σπάσω τον σιδερόφραχτο φράχτη του γιατί,των συνθηκών,του πρέπει,να δραπετεύσω και να τρέξω γυμνός από όλα ετούτα και να σε ανταμώσω,να ξαναγεμίσει η ζωή μου με μελωδίες,με ήλιους,με φεγγάρια,ξανά να παντρευτώ με την ΖΩΗ,να της φορέσω τα στέφανα της ευτυχίας,να σε φορέσω τα στέφανα της ζωής αγάπη μου.

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

ΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ

...να χαλαρώσω την θηλειά από τον λαιμό..
Στο ακρωτήρι του πόθου απομείναμε οι δυό μας,
αγνάντι στο πέλαγος του πάθους
να παίζουμε με τις χάρες της ζωής.
Μόνοι στην ερημιά του παραδείσου,
-ναι έχει και ερημιές ο παράδεισος-,
-παράδεισος ο βραχότοπος?-,παράξενο,
ξημερώναμε τις μέρες μας στις αγκαλιές του έρωτα.
Ακούγαμε της ηδονής τον φλοίσβο και το ψυθίρισμα της αγάπης
με κάθε κυματάκι που έσκαγε στο πλάϊ μας.
Σε είχα ανακυρίξει βασίλισσα της καρδιάς μου,
και εγώ ταπεινός υπηρέτης έκλεβα την αύρα και την έκανα ανάσα σου,
στόλιζα με τις πρωϊνές ηλιαχτίδες τα μαλιά σου ενώ σε κράταγα
γυμνή ακόμη στην αγκαλιά μου μετά την πανδαισία της νύχτας.
Πόσο όμορφη ήσουν αγάπη μου,νεράϊδα ομορφοφορεμένη μοναχά από χάδια
του έρωτα,και στολισμένη με τα ίχνη της λεηλασίας των φιλιών στο κορμί σου.
Γαληνεμένη φώλιαζες στην αγκαλιά μου,και βλέπαμε μαζύ τον πυρωμένο ήλιο
να φλογίζει την θάλασσα με το κόκκινο του πάθους του μετά από το δικό του
ξενύχτι με το φεγγάρι.
Κείνη ήταν η ώρα της ευτυχίας,που μας βρήκε γυμνούς ακουμπισμένους στο προσκέφαλο
του κρεβατιού να σε τυλίγω ολάκερη με τα χέρια μου,έτσι όπως καθόσουν ανάμεσα στα πόδια μου,και να σου λέω σ'αγαπώ σαν καλημέρα.
Ένα καταφύγιο,ένα κρεβάτι,και πολύ αγάπη είναι ΖΩΗ.