Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

EΓΩ

Εγώ,εγώ που δεν μπόραγα μια σπιθαμή να σηκωθώ από την γη,στους ουρανούς σου πέταξα,εγώ που φοβόμουν μην πνιγώ στης στάλας το νερό,στους ωκεανούς σου ανοίχτηκα,εγώ που έψαχνα ίσκιους να κρυφτώ,γυμνός αφέθηκα στην λάμψη των ματιών σου,εγώ που κράταγα σφιχτά τους κτύπους της καρδιάς,μη τάχαμου τελειώσουν,τώρα αλόγιστα τους σπαταλώ για μιά σου ανάσα μονο,εγώ που στα ταξίδια μου ήθελα πάντα νάμαι ασφαλής,τώρα απερίσκεπτα ορμάω στους γκρεμούς σου,εγώ που τα όνειρα περιέπαιζα,και έλεγα,-έλα μωρέ όνειρα είναι,-τώρα ταξιδυτής τους έγινα,και της επιθυμίας καβαλάρης,εγώ που με τον πόθο έπαιζα κρυφτό,τώρα αρματωμένος βγαίνω μπρόσ του,και τον ξεδιψώ απο της ηδονής τα χείλη,εγώ αγάπη μου εγώ,δεν ήξερα να ζώ,και μ'ένα δικό σου σ'αγαπώ,μ'έμαθες αγάπη μου να ζώ.

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

ΠΗΡΕΣ

Πήρες κάτι συντρίμια της καρδιάς να κτίσεις του έρωτα βασίλειο,έριξες και δάκρυα βροχή τις φωτιές να σβήσεις των καημών.Έστρωσες των φιλιών σου τις χαρές,απάνω τους να ξαποστάσουνε οι θλίψες,των ματιών σου χάρισες το φώς να φοβηθούνε τα σκοτάδια.Σκάλισες με τα χέρια σου τα αποκαίδια της ζωής,την σπίθα της να βρείς,έπεσες στην άββυσο για νάβρεις την ελπίδα.Στα χέρια σου κουβάλησες νερό,να μείνει το όνειρο ζωντανό,στο κατώφλι ξενύχτησες του ωχ,χαρά για να το κάνεις.
Πήρες κάτι συντρίμια της καρδιάς,σπιτικό να κτίσεις της αγάπης,παραθυρόφυλλα έβαλες τα φύλλα της καρδιάς σου,και αγέρι του το άρωμά σου.Το στόλισες με προσμονές,και με κρυφές λαχτάρες,ξόδεψες τις ανάσες σου ζωή νάναι γεμάτο.Στο κατώφλι του έβαλες προσκαλέστρα την ζωή,και ύστερα μου άπλωσες το χέρι,εγώ για να περάσω..

Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

ΑΓΑΠΗ

Πέρναγε η ζωή απο μπροστά,και εγώ ακολουθούσα τις ροδιές της.Ήταν εκείνη που της έδειχνε τον δρόμο,εκείνη που την γέννησε ο έρωτας,εκείνη που πυρπολημένη απο τον πόθο,έβαλε φωτιά στις προσμονές μου,εκείνη που μάγεψε την ανατολή,εκείνη που με την ομορφιά της αποπλάνησε την δύση.Εκείνη ήταν που μπόραγε να σε κρατήσει στην μέση του γκρεμού,με αμαρτία να σε μεθύσει,να γειάνει τις πληγές με ένα της χάδι.Εκείνη που με την ματιά της σκόρπαγε φως,που από τις πηγές της ανάβλυζε ζωή,που της χαράς το απρόσμενο στο περνούσε δαχτυλίδι.Εκείνη που το άπειρο χώραγε στην φούχτα της,που δάμαζε της ανημποριάς το αγέρι,που έστηνε φωλιές να κατοικήσουν οι αγάπες.Εκείνη ήταν που όλος ο πόνος μιά ανάσα της,και η ανάσα της μια παρηγοριά,και η παρηγοριά της δύναμη,και η δύναμη κτύπος της καρδιάς,κι ο κτύπος της καρδιάς,της ζωής ο κύκλος.Εκείνη που στ'ακροδάχτυλά της μερεύαν οι αναποδιές,που στα χείλη της η στέρηση ξεδίψαγε,εκείνη ήταν που με την καρδιά της εκπλήρωνε της ζωής τα τάματα.
Αγαπημένη μου γέμισα από αγάπη,δεν μου χρωστάει τίποτα η ζωή,έλα δόσ μου το χέρι σου,τώρα είμαι εγώ εδώ για σένα,μιά ζωή μου χάρισες,σου χαρίζω δέκα,και πάλι λίγες είναι,πάντα θάχεις μία να τραβάς,όταν θα σώνεται καμία,μη φοβάσαι Σ'ΑΓΑΠΩ.

Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

ΟΙ ΑΦΡΟΝΕΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ

Ξανάκουσε τα ουρλιαχτά των ανθρώπων.Άγρια θηρία ορμούσαν γεμάτα παράνοια,να ρημάξουν,να σκοτώσουνν να σπείρουν δίχως ίχνος λογικής,μύριοιυς καρκίνους σε αθώες ψυχές,μα το κυριότερο να τις λεηλατήσουν.Δεν ήταν μίσος αυτό το ουρλιαχτό,η κορύφωση ήταν της παράνοιας,του μεγάλου εγώ,της απόλυτης αλαζονείας.Ήταν το μοβόρο θηρίο που έτρεφαν μέσα τους,πέντε-δέκα κομπλεξικοί,μαλάκες,ανέραστοι,που κάποιοι ξεφτίλες τους δώσανε την εξουσία,και κάποιοι τιποτένιοι τους προσκύνησαν.Φρίκη,παντού φρίκη.Φρίκη στις ψυχές,φρίκη στα σκορπισμένα πτώματα τριγύρω,φρίκη στα ακρωτηριασμένα παιδιά,φρίκη στα γεμάτα απόγνωση ματάκια τους,φρίκη,φρίκη,καιο Θεός να απουσιάζει τούτη την ώρα.
Σώπασε,τι είχε να πεί.Ο θρήνος του φαίνονταν κοροιδία.Σώπασε,τα βουρκωμένα μάτια που μαρτύραγαν τον πόνο,αστεία του φαίνονταν κι αυτά.Ποιά λύτρωση και ποιά εξιλέωση για την κατάντια του κόσμου.Φτάνανε άραγε λίγα δάκρυα για τα τραυματισμένα παιδιά,για τα ακρωτηριασμένα παιδιά,για τα πεινασμένα παιδια;Βούλιαξε πιο πολύ στην πολυθρόνα του,θές απο ντροπή,από πόνο θές,ή θές από απόγνωση..

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

ΕΦΥΓΕΣ

Nύχτωσε.Η απουσία σου τράνεψε τους στεναγμούς της μοναξιάς,λυποψύχισε το φεγγάρι,χλώμιασε και κρύφτηκε μισό,πίσω απο τα σύννεφα της λύπης.Κάλπαζαν οι θύμισες ποδοπατώντας τα χαμένα όνειρα,και τα αγκαθωτά γιατί μάτωναν τις αδικοχαμένες προσμονές.Θυμάμαι πως είχες πλέξει ποθοστέφανα στον έρωτα να τα φορέσουμε στην καρδιά μας,θυμάμαι πως είχες γράψει με ερωτολούλουδα το σ'αγαπώ στην μέση του ουρανού μας,και πως σου ζήτησα εγώ να σκορπίσεις την ανάσα σου τριγύρω μου να μπορώ εγώ να ζω.
'Εφυγες.Κίτρινα φύλλα οι αναμνήσεις,σαπίζουν πεσμένες κάτω απο τα δάκρυα του ανέλπιδου αύριο,πίσω απο το απρόσμενο της χαράς κρυμένη ήτανε η θλίψη,έφυγες και μπόρεσε η ευτυχία του έρωτα να γεννήσει τον καημό του.Έφυγες,και στης ψυχής τα διαβατάρικα πουλιά σπάσανε τα φτερά τους.Τώρα πως να ταξιδέψω,και που να πάω αφού όλα γύρω μου γινήκανε ερημιά.
Μελένια μου την μεταλαβιά του έρωτα ήπια απο τα χείλη σου,μα έγινα πιο αμαρτωλός,τώρα μου λες να αγιάσω στα ερημητήρια της μοναξιάς,μάτωσα απο το πάθος,και τώρα δεν έχω το χάδι σου ίαμα για τις πληγές μου,μήτε την ανάσα σου να ζεστάνει την ψυχή μου.
Μελένια μου σε καρτερούσα πάντα στης ζωής την άκρη,ένα σου βλέμμα ήταν αρκετό,εγώ καταλάβαινα,ή στην άβυσσο να πέσω,ή την πόρτα ν'ανοιξω του παράδεισου.Ξέρεις,τα απομεσήμερα η αγκαλιά σου το ξαπόσταμά μου ήταν,μέσα της έμπαζα μόνο τις χαρές,τις πίκρες ερμητικά τις κλείδωνα απ'έξω,και ήταν της ζωής μου η φωλιά.Ξέρεις στο αμόνι της ύπαρξής μου σμίλεψα την μορφή σου,με αγάπη και έρωτα να μην σε ξεχωρίζω απο μένα,τώρα η απουσία σου λεηλάτησε την ψυχή μου.
Το κακοτράχαλο ανηφόρι της απόγνωσης που ανοίχτηκε μπρός μου θα το διαβώ καλή μου,θα πάρω για παρηγοριά και κουράγιο τις όμρφες στιγμές μας,ίσαμε να φτάσω στην κορυφή του,θα έχω την ανάσα που μου έδινες να ζώ,δροσιά στο πυρωμένο μου μέτωπο,τα φιλιά σου για μετάγγιση ζωής,ξέρω πως ούτε τώρα θα με αφήσεις μοναχό μου,μαζύ θα πορευόμαστε στις ασυναρτησίες της ζωής..

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

ΟΙ ΚΑΛΟΜΑΓΙΣΣΕΣ

’Ετρεξε σε μια πόλη που στα προάστιά της είχανε μαζευτεί οι μάγισσες όλου του κόσμου.Εκεί πήγε,εκεί αντάμωσε γριές ξεδοντιάρες,μα πολλές από αυτές ήταν και υπέροχες,που είχανε φάει την ζωή με την κουτάλα,που είχανε μάθει όλα τα μυστικά της,που είχανε γευτεί τις γεύσεις της όλες.Αυτές είχανε μαζέψει τα βότανα όλα,και μ αυτά λειώναν τον καημό,σκόρπιζαν τον πόνο,μεθούσαν την αγάπη,μάζευαν το κουράγιο,μάκραιναν την υπομονή,ποτίζανε την δύναμη.Σαν μπήκε στο κονάκι τους δεν έλεγε να βγεί.Μάζευε-μάζευε,γνώσεις,τερτίπια, καμώματα.Ήθελε να μάθει όσα γίνονταν και όσα μπορούσε περισσότερα.Του έδειναν να πιεί από το ποτό που οι ίδιες έφτιαχναν,και αυτός αξεδίψαστα το έπινε.Χάνοταν ο νούς, και η ψυχή αντάμωνε μαζύ του,σε εξωκόσμια μέρη,εκεί που δεν ξεχώριζε η τρέλλα από την λογική,το σωστό από το λάθος,η ανηφόρα απο την κατηφόρα. Εκεί δεν μπόραγες να δαλέξεις,δεν ήθελες,και δεν ήξερες.Κάποτε μια γριά γοργόνα,του έφερε από τα βάθη της θάλασσας,ένα φυτό,που αφού το ανακάτωσε με κάτι άλλα,το έκανε σαν αλοιφή,και το άπλωσε πάνω στο παξιμάδι του.
-Φάε του είπε,μ αυτό θα γνωρίσεις την απεραντοσύνη, όχι μόνο του κόσμου,μα και του νού.Αυτό του είπε που τώρα θαρρείς τρέλα,τίποτα μπορεί να μην είναι,ή να είναι η μεγιστοποίοιση της λογικής.’Ετσι του είπε και ξαναβούτηξε στα απέραντα πελάγη,ώσπου να ξαναεφανιστεί και κάτι καινούργιο να του φέρει.Είχανε τον τρόπο τους αυτές οι γριές. Μήτε μίζερες ήταν,μήτε ανάποδες,ίσα-ίσα γλυκές ήταν και γεμάτες από όλα,κ ι όλα αυτά γιατί δεν ήταν στερημένες.Όλα τα έζησαν, όλα τα γεύτηκαν.Τώρα έφτιαχναν τα φαρμακοβότανα για άλλους,για όσους ήθελαν πραγματικά να τα γνωρίσουν.
Μια άλλη γριά ξελύστρα,έτσι την έλεγαν,όχι μόνο για τα ξέπλεκα ανθρακί μαλιά της,μα κυρίως γιατί μπόραγε να λύνει τα προβλήματα,μια μέρα που τον είδε κάπως κατσούφι,τον φώναξε στο πλάι της .
-Έλα κάθισε του είπε,και πες μου γιατί τρέχεις τον νου σου,σε απάτητες για σένα κορυφές.
-Τίποτα του είπε δεν είναι απάτητο,και τίποτα δεν είναι πιο κοντά μας,όταν θέλουμε να το δούμε και να το φτάσουμε.Πέρασε το ρυτιδιασμένο της χέρι στα μαλιά του.Κάτι σαν ευλογία τον κυρίεψε. Αν μάθουμε του είπε να ηρεμούμε τον θυμό,αν μάθουμε να τιθασεύουμε τον πόνο,αν απορίψουμε όλα τα γιατί,τότε το πρόβλημα το κάνουμε δικό μας, και την λύση του πιο προσιτή.
-Ξελύστρα πραγματική μονολόγησε.Πόση αλήθεια είχανε τα λόγια της.
Εκεί που κάθονταν ανακούκουδα στο σαλόνι του νου,από απέναντί του έρχονταν σιμά του,μιά κυρά,γριά δεν μπορούσες να την πείς,γιατί δαύτη δεν μπόρεσε να την νικήσει ο χρόνος,παρ όλο που πέρασε απο πάνω της.Τα μαλιά της τα είχε μαζεμένα πίσω,τα χαραχτηριστικά της παρέμεναν ίδια με αυτά της νιότης της,η κορμοστασιά της λαμπάδα αναμένη στο ναό της ομορφιάς.
-Τι συλογάσαι,τον ρώτησε.Μήπως τι είναι έρωτας και πως είναι η αγάπη;Ποιό το μεγαλείο τους, και ποιά η κατεσχύνη,γιατί κι απο δαύτη μπόλικη υπάρχει,αν χαμηλά κατρακυλίσεις,ποιό το σκίρτημα,και ποιό το ανάθεμα,γιατί η χαρά προς τι το δάκρυ,γιατί το παίδεμα,γιατί ο παιδεμός.
-Ξέφυγε απο τα δεύτερα του είπε και τότε όλο σου το είναι θα ζεί γι αυτά τα δύο,την αγάπη και τον έρωτα.
Όλα του τα εξήγησε χωρίς καν να προλάβει να ρωτήσει.
-Τι είναι τούτες μωρέ σκέφτηκε.
-Έιι... άκουσε μια φωνή,τώρα που έμαθες αρκετά,τράβα να γνωρίσεις και της πουτάνες της ζωής.
-Χωρίς αμαρτίες δεν υπάρχει συγχώρηση,χωρίς πάθος δεν υπάρχει ζωή,η ισάδα είναι για τους τεμπέληδες που λάθρα ανέβηκαν στο τρένο της.Οι πουτάνες θα σε ξεναγήσουν στις ομορφιές της,μαζύ τους θα πιείς το ποτό της, κοντά τους θα γευτείς λίγη από την ευτυχία της.Αυτές θα σε μεθήσουν με τα φιλιά του πόθου,μαζύ τους θα ταξιδέψεις στα όνειρα.
-Μη κάθεσαι του είπε,όσα περισσότερα προλάβεις τόσο πιο γεμάτος θα γυρίσεις.
-Τράβα του είπε,όσο πιο μακρύ το ταξίδι,τόσο πιό γεμάτα τα αμπάρια των αναμνήσεων.
Πριν ξεκινήσει το μάτι του έπεσε σε μια γριά χοντρή που φαίνονταν καλοσυνάτη,και που ζέσταινε την αγκαλιά της μπρός σε ένα μαγκάλι γεμάτο με αναμένα κάρβουνα.Δεν ήταν κάρβουνα,ήταν η πείρα της,ήταν η αγάπη της για τους ανθρώπους.Ζέσταινε τον κόρφο της ναρθεί να φωλειάσει ο πικραμένος,να αφήσει εκεί το παράπονο του ο παραπονεμένος,να λυτρωθεί ο αδικημένος.Δέχονταν τα βάσανα ολωνών,και μετά τα έλειωνε σιγά-σιγά στο μαγκάλι της καρδιάς της.Ξελάφρωναν οι άλλοι,χόντραινε αυτή, μα καθόλου δεν την πείραζε,είχε τον τρόπο της,έτσι ώστε πάντα να αφήνει αδειανά κομάτια της ψυχής να καλοδεχτούνε κι άλλους που θα ζήταγαν το αποκούμπι της αγκάλης της.
-Τι μεγαλείο Θεέ μου αναφώνησε.
Έβαλε τα χέρια της στην μέση και τον κοίταξε κατάματα. Φόραγε ένα κατακόκκινο λεπτό φόρεμα με τιράντες στους ώμους.Τι κι αν ήταν κι αυτή μιας κάποιας ηλικίας.Τα χρώματα μπορούσαν εύκολα να παίζουν ακόμη με τα χρόνια.Μα και το βυζί έστεκε ακόμη στην θέση του,τόσο που τσίτωναν οι ρώγες το λεπτό φόρεμα.
-Έλα θα σου ξομολογηθώ ένα μυστικό,του είπε.
-Εμένα απο μικρή με ρίξανε στα πεταμένα.Εκεί που ήταν τα άχρηστα,πλάι στα σκουπίδια.Εκεί που λες,
από ανάγκη,έχωνα τα νύχια μου στην γη,το προτιμούσα απο το να τα χώνω στην σάρκα μου.Σιγά –σιγά σκαλίζωντας,βρήκα κάτι σπόρους,της υπομονής ήταν,της δύναμης ήταν,δεν ξέρω θα σε γελάσω.Από αυτούς τους σπόρους βλάστησαν κάτι ομορφολούλουδα,τι να σου πω,είχανε κάτι εξαίσια χρώματα,θαρρώ πως ήτανε του πείσματος και της ελπίδας.Τα πήρα και εγώ και από αυτά έφτιαξα κάτι σαν ροδόσταμο,που μια σταγόνα αν πιείς,τίποτα δεν θα φοβάσαι,και όλα θα τα υπερνικάς.
-Έλα πάρε αυτό το μπουκαλάκι,σε φτάνει για δέκα ζωές.
-Δεν θέλω για δέκα,για μία θέλω,ψέλισε,και από μέσα του έμεινε άναυδος με την τόση γεναιοδωρία. Ο Χορτασμένος ποτέ του και τίποτα δεν τσιγκουνεύεται,ας είναι και η ίδια του η ζωή.
-Γειά χαρά σας τις κούνησε το χέρι και τις αποχαιρέτησε,τώρα ξέρω είπε τι είναι ζωή,τώρα μπορώ να γεμίσω απο δαύτην,ΓΕΙΑ ΧΑΡΑ, και σας ευχαριστώ,πολύ σας ευχαριστώ.

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ

-Ξέρεις πρέπει να σταματήσουμε.Τα λόγια της μαχαίρια,μα γλυκά θαρρείς τα δέχτηκε.Την αγαπούσε πολύ,και με τίποτα δεν ήθελε να την πικράνει.Αφού εκείνη το ζητουσε,αυτός θα το δεχότανε.
-Πρέπει του είπε αγάπη μου, πρέπει.
Ναι πρέπει πήγε να πεί.Τι άλλο μπορουσε να κάνει;Την αγαπούσε και ας άδειασε με μιάς.Το μεδούλι της χαράς του άδειασε απο το διάφανο δισκοπότηρο του έρωτα και χύθηκε καταγής.Τα χέρια του κρέμασαν σαν κλαριά ξεραμένα.Τα είχε ταμένα για το χάδι του έρωτα στο κορμί της,για το άγγιγμα της αγάπης,για το μάλαγμα του πόθου.
Έχω εσένα έλεγε,και έχω την ζωή.Τώρα τι?
-Έλα,έλα αγαπημένη μου να ξαποστάσουμε λίγο,έλα νεραιδοχαιδεμένη μου,έλα φως μου.
Καθάρισε ένα μέρος στον πυκνό ίσκιο,και την κάλεσε να καθίσει.
Δίπλωσε τα πόδια της και τύλιξε τα χέρια της γύρω στα γόνατά της,ακούμπησε το μάγουλο πάνω τους,μισόκλεισε τα βλέφαρα.Το φουστανάκι της ανάλαφρο,αέρινο,καλοκαιρινό,σηκώθηκε στην μέση των μηρών.Από κάτω ένα μικρό λευκό υφασματάκι έφραζε την είσοδο στην πύλη της ζωής,στης αμαρτίας την πηγή,στο μεθύσι του πόθου.Εκεί χάνεσαι και ξαναγεννιέσαι,εκεί την ομορφιά του έρωτα γεύεσαι,εκεί αστραποβολάς εκεί μερεύεις.
Κάθισε πλάι της και την αγκάλιασε απο τους ώμους.Σήκωσε το κεφάλι της από τα γόνατα και το έγειρε στο στήθος του.Την γλυκοφίλησε στα μαλιά,στο μάγουλο,στην άκρη των χειλιών της.Έγειραν πίσω,ολάκερη την πήρε τώρα στην αγκαλιά του.Το χάδι σε ρυθμούς λατρείας περιδιάβαινε το κορμί της.Την κοίταγε στα μάτια σαν να κοιτούσε την αγαπημένη των θεών.Η ψυχή του ήταν γεμάτη απο αγάπη,από έρωτα γεμάτη.Απαλα της ξεκούμπωσε το φόρεμα,ένα κορμί απο πόθο σμιλεμένο φανερώθηκε μπρός του.Το ήξερε μα πάντα το αναζητούσε με περισσότερη ένταση.Ζούσε γι αυτό.Η ηδονή προσπέρασε τα άλλα συναισθήματα και μπήκε μπροστάρισα στο κυνήγι της ευτυχίας.Την φιλούσε παντού,πότε σαν σε προσκύνημα,πότε σαν νάτανε η τελευταία φορά.Χαλάρωσε,γλύστρησε μέσα της,και μετά απο στιγμές-αιώνες,άφησε εκεί την ψυχή του.Έμεινε να την κρατα ώρα πολύ στην αγκαλιά του,δίχως να ανασαίνει σχεδόν,μη τυχόν ταράξει το όνειρο,μη τυχό τρομάξει την χαρά.
-Σ'αγαπώ,σ'αγαπώ,σ'αγαπώ.
-Κι εγώ σ'αγαπώ του είπε και σφάλισε τα μάτια.
Ένα δάκρυ ξέφυγε βουβό απο τις άκρες τους,ήξερε πως ήταν η τελευταία φορά.

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ Η ΔΥΝΑΜΗ

Απίστευτος έρωτας.
Πως μπορεί μιά καρδιά να χωρά τόση αγάπη;
Ασύνορη,εκστατική,θεική,τέλεια.
Πως μπορεί μιά καρδιά να νικά την τυράνια όλη,την θλίψη όλη,τον πόνο όλο,
σε μιά μόνο στιγμή που το χάδι ΕΚΕΙΝΗΣ θα δεχτεί.
Πως μπορεί μιά καρδιά να σκιάζει τον παντοκράτορα ήλιο,
γιατί τα μάτια λάμπουνε ΕΚΕΙΝΗΣ;
Πως μπορεί μια καρδιά το απρόσμενο να κάνει προσμονή,
την απαισιοδοξία ελπίδα,το δάκρυ πανάκριβο μαργαριτάρι;
Πως μπορεί μια καρδιά με μιά σταλαγματιά από την δροσιά ΕΚΕΙΝΗΣ,
να σπείρει ολάκερο τον κόσμο με ερωτολούλουδα;
Πως μπορεί,πως γίνεται ακριβή μου;
Σήμερα καθώς σε θωρούσα,και το χάδι μου ταπεινός ήταν προσκυνητής σου,
στο κορμίκαι την ψυχή σου,γνώρισα την έκσταση όλη της αγάπης.
'Ηταν όλη μαζεμένη στην ανεξάντλητη ομορφιά σου.

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

ΠΟΛΗ

Μια ματιά αλλά όχι η μόνη απο τις τόσες που μπορείς να την δείς.
Καταλάγιασαν οι εικόνες της ψυχής.Μετά από μια νυχτιά έρωτα με την ζωή,ξημέρωσα στο παραθύρι ατενίζοντας τα νερά του Βόσπορου.Φορτωμένα ήταν καράβια,αμέτρητα καράβια,που πηγαινοέρχονταν πάνω-κάτω,πάνω-κάτω,όχι πέρα-δώθε,στενά ήταν,αδιάκοπα,ακατάπαυστα,με τα φώτα τους,ξέρεται πως είνα τα καράβια τις νύχτες,φορτωμένα με φώτα απο την μιά άκρη τους ως την άλλη,να παίζουν ή να παλεύουν με την χαραυγή της μέρας,άσχετα αν κάθε ξημέρωμα αυτά ήταν οι ηττημένοι.
Απαλοφίλησα την ζωή,την πήρα απο το χέρι και βγήκα.Η μέρα χάραξε και φανέρωσε τους επτά λόφους της,και όπου κι αν ήσουν,σε όποιον επάνω απο τους επτά,έβλεπες τους άλλους τριγύρω σπαρμένους με κτίσματα διάφορα,και μιναρέδες,και θάλασσες,θάλασσα απο δώ,θάλασσα απο εκεί,από πάνω θάλασσα,και γέφυρες.
Η ζωή μου χαμογέλαγε κείνες τις μέρες,ευχαριστημένη ήταν σαν παιδάκι που του φέρανε το δωράκι που περίμενε,ή σαν τάμα πο εκπληρώθηκε.
Μαζύ της φτάσαμε στην διπλή γέφυρα του Γαλατά,μείναμε στην άκρη της κοιτάζοντας τα στοιχισμένα καλάμια που ρίξανε στην θάλασσα το αόρατο αγκίστρι της ζωής,σαν να θέλανε να την σώσουν,και μήπως έτσι δεν ήταν;ότι θα έπιαναν σ'αυτήν θα το έδιναν,όνειρα και ελπίδες και κουράγιο και υπομονή,γιατί με το σαράκι της πείνας να τρώει τα σωθικά σου τίποτα από αυτά δεν μπορείς να κάνεις.Άνθρωποι στην σειρά,ίδια εικόνα κάθε μέρα,κάθε ώρα,κάθε στιγμή,μα μιά μαγική εικόνα,σαν εκείνη που είχαμε παιδιά,που όταν την γέρναμε λίγο,άλαζε χρώματα,έτσι και τώρα,εικόνα ίδια άλλοι άνθρωποι.Οι μισοί ήταν ακουμπισμένοι στο παραπέτο της γέφυρας και ψαρευαν το τροφόνειρο στον Κεράτειο,οι άλλοι μισοί πίσω τους στον Βόσπορο το ίδιο τροφόνειρο.
Ευχηθήκαμε να είναι καλή η ψαριά τους,και φύγαμε για τα σοκάκια της.Γεύσεις,μυρωδικά και αρώματα παντού,και παζάρια πολλά παζάρια,μικρά-μεγάλα,που μέσα τους είχαν στολισμένη την πραμάτεια τους,ότι και νάτανε,απο κοσμήματα χρυσό,που στραφτάλιζαν κάτω από τα φώτα των βιτρινών,έως γαλότσες,απο ψάρια έως το μικρότερο φακές,όλα στολισμένα και σχεδιασμένα,όχι αφημένα και πεταμένα,έτσι ώστε να προσελκύουντον επισκέπτη-παζαρτζή.
-Τόσα δίνω-πόσα θές.
Πολύβουη ζωή.Γεύσεις,μυρωδικά,και αρώματα,και φωνές,πολλές φωνέςνα διαλαλούν την ύπαρξή τους.Κόσμος,κόσμος πολύς,δεν υπάρχει εδώ έρημο μέρος,μοναξιά μπορεί,μα έρημο όχι.Είκοσι εκατομύρια γυροφέρνουν τους ίσκιους τους,όπου μπορείς να φανταστείς,σε μιά πόλη χοάνη που προσπαθεί να τους χωρέσει όλους απλώνοντας την αγκαλιά της στους γύρω λόφους.Του πολυάνθρωπου επιβεβαίωση το Ταξίμ.Μιά πλατεία και ένας δρόμος-πεζόδρομος χιλιομέτρων,απο την πλατεία ίσαμε τον πύργο του Γαλατά κατάμεστος απο ανθρώπους.Στέκεσαι στην αρχή του,και έως πέρα μακριά που χάνεται η ματιά,βλέπεις μοναχά κεφάλια,και αναρωτιέσαι αν αυτό που βλέπεις είναι αλήθεια,τόσος κόσμος να ανεβοκατεβαίνει ανάμεσα απο τα καφέ,τα σοροπιαστά,τις πίτες,και τις γυναίκες να ανοίγουν φύλλο καθισμένες οκλαδόν στις βιτρίνες των μαγαζιών.
Ανακατεμένοι όλοι,οι φερτζέδες με τα μίνι,οι κουρελήδες με τα κουστούμια,οι νέοι με τους γέρους,η ανατολή με την δύση.Ένα μελίσσι πολύβουο,που γυροφέρνει την όποια ζωή του στις κυψέλες αυτής της πόλης.Κόσμος πολύς,μα απέραντη κα ι η ομορφιά της.Τα παράλιά της υπέροχα κατάφυτα απο βλάστηση και όμορφα κτίρια,τα νησάκια της σκορπισμένα στον Βόσπορο γέννες της βασίλισας,το λέει άλλωστε και το όνομα του πρωτότοκου,Πρίγκηπος νησί γεμάτο Ελλάδα.
Κάτι που επίτηδες για το τέλος άφησα,ρίζες,ρίζες Ελληνικές παντού.

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

ΕΡΩΤΑΣ

Μια φλόγα είναι ο έρωτας που σε σιγοκαίει,ένα αγέρι που σε συνεπαίρνει,ατίμονο σε αφήνει σε ανοιχτές θάλασσες,χωρίς να θέλεις να βρείς λιμάνι,παρά μόνο ποθόκορφους να το ζήσεις.
Ο έρωτας ανυπόμονος είναι,θέλει να τρέξεις ξοπίσω απο το όνειρο,και να το προλάβεις,ειδαλλιώς θα σε πάει στης μοναξιάς του τα στενά,να μιλάς με την σιωπή σου.
Ενα καλοκαίρι είναι ο έρωτας,θέλει να γυμνωθείς μπροστά του,ώστε να δεχτείς και να γευτείς κάθε ζεστόχαδο,να μάθει την αλήθεια σου,αν του κρυφτείς πίσω του έχει παγωνιά,σου παίρνει το πανωφόρι της ψυχής σου,και ξέσκεπο σ'αφήνει να προσπαθείς να κρύψεις τις ντροπές σου που δεν τον νοιάστηκες.
Ενα φυλλαράκι είναι ο έρωτας,παίρνει τους χυμούς της ζωής,πρασινίζει,και ανεμίζει στα καλέσματά της,αν έρημος μείνει,κίτρινος με ένα μικρό άκουο αχ,πέφτει καταγής κρατώντας στην πτυχή του το δάκρυ του πονεμένου.
Αμαρτία είναι ο έρωτας,και αγιοσύνη,ζωή και ζωή.

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

ΜΑΘΕ

Μάθε σε παρακαλώ που είναι το χαμόγελο, σε ποιές φυλωσιές κρύβεται η χαρά, απο ποιές χαραμάδες προσπαθεί να τριπώσει η ελπίδα, πίσω απο ποιά σύννεφα θέλει να προβάλει ο ήλιος της ψυχής,πότε κοντoζυγώνει η αγάπη, απο που είναι η αφετηρία του έρωτα ,έρωτας για όλα,κι αν τέρμα του υπάρχει,πότε μπαίνει μπροστάρισα η αλήθεια, και ποιά λουλούδια σκορπούν το άρωμα του πόθου,που είναι τα εύφορα χωράφια της ομορφιάς,σε ποιούς βράχους κρύβεται η προσφορά,ποιά κρυστάλινα νερά κουβαλούν την δίψα για όλα ετούτα,μάθε σε παρακαλώ που είναι η ζωή,για εκεί να ξεκινήσω,γιατί τούτο εδώ που ζούμε μόνο ζωή δεν είναι.
Μάθε ακόμη σε παρακαλώ γιατί λείψανε οι αγκαλιές,πες μου και για την ειρήνη αν μαγική εικόνα είναι, και πες μου δυό λόγια μοναχά για την αντίσταση σε όλα που χαραμίζουν την ζωή.
Μάθε,μαθε σε παρακαλώ γιατί η απληστία θόλωσε τα νερά των ποταμών,γιατί τόσο πολύ συνιθήσαμε την οσμή του θανάτου, τόσο πολύ ξεφτιλήστηκε η ζωή.Μάθε σε παρακαλώ που είναι οι γαλήνιες θάλασσες, γιατί όλες ανταριασμένες είνα απο αγωνία,μάθε σε παρακαλώ που ειναι τα κρυσφήγητα της ζωής, θέλω να τα βρω και μαζύ της να αμαρτήσω .

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

ΘΛΙΨΗ

Σαν σε είδα ψες που ήσουνα θλιμένη,σαν απο τα όνειρά σου νάσουνα αδειανή,σαν να σου στέρησαν όλες τις χαρές, σαν ξαφνικά να νύχτωσε η ζωή,σαν το συρματόπλεγμα της πίκρας το κατώφλι σου να έχει φράξει,μη τάχα μου μπορέσουνε και μπούνε οι ομορφιές του κόσμου, ποιό δυνατά σου φωνάζω έλα.
Σε είδα ψες που ήσουνα θλιμένη,σαν μείον να ήταν ο απολογισμός,σαν των ματιών σου η βροχή να μαρτύραγε τα μύρια του βίου σου γιατί,σαν προσκαλεσμένος νάτανε ο πόνος, δίχως το δικό σου έλα,σαν να ταξίδευες ίσαμε τα τώρα, με ψεύτικες εικόνες αυτών που προσδοκούσες,έλα,έλα σου ξαναφωνάζω.
Σε είδα χθες που ήσουνα θλιμένη,μα έλα και γείρε στο πλάι μου λίγο,το κουράγιο βάζει πλάτη για να στηριχτείς,και η αγάπη στην μάχη ρίχνεται για σένα,και ο έρωτας στην στράτα τρέχει της προσμονής,χαμογέλα, το καράβι μας άνοιξε πανιά και μας περιμένει.
Μήπως και εγώ δεν έχω τα άδικά μου; Σαν γυναίκα μιας βραδιάς χειρίστηκα την ζωή μου. Δεν την κατάλαβα οσο θα μπορούσα, δεν την νοιάστηκα όσο το άξιζε,δεν την σεβάστηκα όσο θα έπρεπε, δεν την κανάκεψα όσο θα το ήθελε, μα μήτε της θύμωσα πολύ όταν για ορισμένα βγήκε φταίχτρα .Κάποτε ένα γλαροπούλι πήρε την σκέψη μου και την ματιά μου,και την έφερε, πέρα στην άκρη της αντικρινής θάλασσας, εκεί που κατοικούν οι νεράιδες και τα όνειρα, ήξερε πως ήσουνα εκεί.Τώρα με το ίδιο γλαροπούλι σε προσκαλώ να φύγουμε για τις αγκαλιές – λιμάνια που δεν γνωρίσαμε,για εκεί που η αυγή ξεπροβάλει πανέμορφη,σαν συνέχεια του όνειρου μιας αγαπησιάρικης, παθιασμένης, ομορφοστολισμένης νύχτας. Θα είσαι εδώ ξαπλωμένη νωχελικά στο περιγιάλι της καρδιάς μου, και εγώ θα σου κουβαλώ στις φούχτες ότι διψάς,όλα σου τα ελείματα,τις προσδοκίες σου όλες,όλα σου τα θέλω. Δεν ξέρω ποια αγκαλιά είναι πιο ζεστή, αυτή που καλοδέχεται την απόγνωση του άλλου,η αυτή που τον έρωτα σφικταγκαλιάζει.
Ελα στο ταξίδι μου, το αεράκι θάσαι στα μαλιά,η αύρα στο προσωπό μου,στον πόνο μου το χάδι,το χνώτο στην παγωμένη μου ψυχή.Ελα κι εγώ στις λύπες σου ο αποδέκτης τους θα είμαι,εσένα να μην αγγίζουν, στα φορτία σου ο αχθοφόρος σου, στους καημούς σου, η γλυκειά ίαση.

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

ΜΗ ΛΥΓΑΣ

Μη λυγάς στην μέση του ταξιδιού,το τέλος του δεν το ξέρεις,τα δάκρυα ξεπλένουν την ψυχή,μερεύει της καρδιάς ο πόνος,μη λυγάς στην μέση του ταξιδιού,κι αν στο αξεδίψαστο φτάσεις της ζωής,μια δροσοσταλιά της μπορεί καταράχτης να είναι λύτρωσης,μη λυγάς στην μέση του ταξιδιού,έχεις το απρόσμενο μπροστά σου,μη λυγάς στην μέση του ταξιδιού,τα εμπόδια που θα γίνουν κρίματα μετά αν δεν τα ξεπεράσεις,μη σου φράζουνε τον δρόμο,μη λυγάς στην μέση του ταξιδιού,κι αν σου αρνήθηκαν ή αποτράβηξαν το χέρι,αφήσανε στην θέση του την χειραψία της ζωής,σφίξε την καλά,έχει μέσα της το κουράγιο,μη λυγάς στην μέση του ταξιδιού,κάπου παραπέρα υπάρχουν δυό μάτια πανέμορφα που περιμένουν να φανείς,μια αγκαλιά να σε κλείσει στον κόρφο της να ξαποστάσεις,ένα φιλί στον λαιμό, ρίγος του έρωτα σ'όλο σου το κορμί,μη λυγάς στην μέση του ταξιδιού,σε κρατά απο το χέρι της ζωής η γέννα και αυτή σε ταξιδεύει,μη ΔΕΙΛΙΑΣΕΙΣ,θα την ΠΡΟΔΩΣΕΙΣ..