Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Κάλεσμα

Σε είδα ψες που ήσουνα θλιμμένη, σαν μείον να ήταν ο απολογισμός, σαν των ματιών σου η βροχή να μαρτύραγε τα μύρια του βίου σου γιατί σαν προσκαλεσμένος να ‘τανε ο πόνος δίχως το δικό σου έλα, σαν να ταξίδευες ίσαμε τα τώρα με ψεύτικες εικόνες αυτών που προσδοκούσες, έλα, έλα σου ξαναφωνάζω. Σε είδα χθες που ήσουνα θλιμμένη, μα έλα και γείρε στο πλάι μου λίγο, το κουράγιο βάζει πλάτη για να στηριχτείς και η αγάπη στη μάχη ρίχνεται για σένα και ο έρωτας στη στράτα τρέχει της προσμονής, χαμογέλα, το καράβι άνοιξε πανιά και μας περιμένει. Μήπως και γω δεν έχω τα αδικά μου. Σαν γυναίκα μια βραδιάς χειρίστηκα τη ζωή μου. Δεν την κατάλαβα όσο θα μπορούσα, δεν την νοιάστηκα όσο το άξιζε, δεν την σεβάστηκα όσο θα έπρεπε, δεν την κανάκεψα όσο θα ήθελε, μα μήτε της θύμωσα πολύ όταν για ορισμένα βγήκε φταίχτρα. Κάποτε ένα γλαροπούλι πήρε τη σκέψη μου και τη ματιά μου και την έφερε πέρα στην άκρη της αντικρινής θάλασσας, εκεί που κατοίκουν οι νεράιδες και τα όνειρα. Ήξερε πως ήσουνα εκεί. Τώρα με το ίδιο γλαροπούλι σε προσκαλώ να φύγουμε για τις αγκαλιές, λιμάνια που δε γνωρίσαμε, για εκεί που η αυγή ξεπροβάλει πανέμορφη σαν συνέχεια του ονείρου μιας αγαπησιάρικης, παθιασμένης, ομορφοστολισμένης νύχτας. Θα είσαι εδώ ξαπλωμένη νωχελικά στο περιγιάλι της καρδιάς μου και εγώ θα σου κουβαλώ στις φούχτες ό,τι διψάς, όλα σου τα ελλείμματα, τις προσδοκίες σου όλες, όλα σου τα θέλω. Δεν ξέρω ποια αγκαλιά είναι πιο ζεστή, αυτή που καλοδέχεται την απόγνωση του άλλου ή αυτή που τον έρωτα σφιχταγκαλιάζει. Έλα στο ταξίδι μου, το αεράκι θα ‘σαι στα μαλλιά, η αύρα στο πρόσωπό μου, στον πόνο μου το χάδι, το χνώτο στην παγωμένη μου ψυχή. Έλα κι εγώ στις λύπες σου αποδέκτης σου θα ‘μαι, εσένα να μην αγγίζουν, στα φορτία σου ο αχθοφόρος σου, στους καημούς η γλυκιά ίαση. Παρακάλα να πετάξουμε από τους ώμους και την πλάτη τα βάρη που δεν μας αφήνουν να σηκωθούμε από τη γη, πίσω να αφήσουμε το σκοτάδι και να χαράξουμε το δρόμο το φωτεινό του ανεκπλήρωτου που με τη ζωή μας δένει. Αυτόν προσδοκώ και θέλω να ξεκινήσουμε. Αντάμα. Θυμάμαι πως κάποτε σε φώναξα Ζωή, Ζωή μου, μα συ δεν αποκρίθηκες. Ίσως να θεώρησες μεγάλο το φορτίο, ίσως την μεγαλοσύνη σου να μην γνώριζες, ίσως το πιο απλό να μην ήξερες. Τώρα ξέρεις, όμως δεν ξέρουμε τον χρόνο, δεν ξέρω αν μπορούμε να προκάνουμε, δεν ξέρω αν μας φτάνει, αν υπάρχουν κενά περιθώρια στις σελίδες της ζωής μας.
     Κάπου μακριά, πόσο μακριά άραγε, ανατινάχτηκε ένα τρένο, δεκάδες σκοτώθηκαν, εκατοντάδες οι τραυματίες, κάπου αλλού έσκασε μια μπόμπα, το αποτέλεσμα το ίδιο, κάπου αλλού μακέλεψαν μικρά παιδιά, κάπου αλλού παιδιά πεθαίνουν απο την πείνα, κάπου οι αρρώστιες θερίζουν, κάπου σκοτώνουν να ανοίξουν δρόμους να περάσουν, κάπου πουλάνε την ψυχή τους, κάπου φοράνε πανοπλίες σε άδεια σώματα, τι κάπου, εδώ, εδώ γύρω μας, μέσα μας. Πάμε καλή μου, στέρεψαν οι αντοχές, τα όνειρα τελειώνουν, ό,τι προλάβουμε. Οι αντιστάσεις έμειναν πίσω, τις επαναστάσεις θα τις αφήσουμε στους κατοπινούς, ίσως εκείνοι αν το θελήσουν να μπορέσουν. Να μπορέσουν να ντύσουν τον κόσμο με χαρούμενα χρώματα, να δούνε γελαστά πρόσωπα παιδιών, ήρεμους να συναντήσουνε ανθρώπους και ήμερους, το κυριότερο.
-          Θα σε περιμένω τα χαράματα, της είπε.
-          Πού, τον ρώτησε.
-          Στο ακρογιάλι της ζωής, της αποκρίθηκε
-          Καλά, θα προσπαθήσω να έρθω.
Φανταζόταν τη στιγμή που θα την έβλεπε να τρέχει να τον συναντήσει, που θα την καλημέριζε και θα της άφηνε ένα γλυκό φιλί στις άκρες των χειλιών της, που θα της έσφιγγε το χέρι και θα τη σήκωνε στην αγκάλη του, που θ’άνοιγε την καρδιά του να την κλείσει μέσα της, που η ευτυχία του ήταν ζωγραφιά της στα μάτια του.
-          Καλώς ήρθες ταξιδεύτρα των ονείρων μου.
-          Καλώς σε βρήκα ταξιδευτή μου.
Ήρθε χωρίς αποσκευές, ό,τι αποσκευές είχε μέσα της τις κουβάλαγε, μήπως και κείνος το ίδιο δεν έκανε;
-          Πάμε;
-          Πάμε, και σήκωσαν πανιά.

3 σχόλια: