Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

ΕΠΙΘΥΜΙΑ

Μικρό παιδί απροστάτευτο,την είχαν αφήσει σε μιά γωνιά ενός άδειου παγωμένου δωματίου.Τα ποδαράκια της γυμνά,τα ρουχαλάκια της σχισμένα,σκασμένα και τα χειλάκια της από το αγέρι του απραγματοποίητου.Μάτια φοβισμένα,μα γεμάτα καρτερία.Ορθάνοιχτα το αναπάντεχο να προσδοκούν, αυτό που θα το προσκαλούσε στην αγκάλη του.
Μικρό παιδί στην γωνία στριμωγμένο.Ανασούλες γρήγορες ,κοφτές να προφτάσει τον χρόνο,να νικήσει τον φόβο.
-Κάτσε εδώ του είπαν,τώρα προέχουν άλλα,τώρα άλλα πρέπει να προλάβουμε πιο άμεσα,τώρα άλλους στόχους έχουμε,αλλού μας βάλανε να στοχεύουμε.
Μιλιά δεν έβγαλε,άλλωστε τι μπόραγε να πει μικρό παιδί ήταν.Διπλώθηκε στα αδύνατά του γονατάκια,έσκυψε το κεφαλάκι του μέσα τους,με την ανάσα του να ζεσταίνεται, στάυρωσε και τα χεράκια του μπρος και περίμενε.
Απέναντί του είχε ένα παραθύρι μικρό,να μπαίνει λίγο φως,λίγος ήλιος να το ζεσταίνει όταν αραιά και που εμφανιζότανε.
Ακουγε έξω τα τρεχαλητά του κόσμου, τα ποδοβολητά των καταπατημένων ονείρων, τα άλματα προς τα ασήμαντα,το φευγιό αγκαζέ με το τίποτα,και πιότερο κρύωνε η καρδούλα του.
-Μοιρολάτρες σκεφτότανε,που είναι οι παίχτες της ζωής,και ας ήτανε μικρό παιδι.
Ο χρόνος κύλαγε αμείλικτος,κουλουριασμένο μεγάλωνε και αυτό.Αρχισε σε πανέμορφο να σχηματίζεται κορίτσι,πάλι όμως μόνο ήταν,δεν ήρθε κανένας νέος να το πλησιάσει,να του δώσει το χέρι και να του πεί-έλα,έλα πάμε έξω εκεί που μας καρτερά η νιότη μας-μαζύ της να σύρουμε τον χορό που μας αρμόζει,εμάς δυό νέους ζωή γεμάτους.
Άπλωνε το χέρι και το κράταγε εκεί μετέωρο ώσπου κουραζότανε,και ξαναμαζεύονταν στην γωνιά του και ξαναπερίμενε.
Μέσα του φώναζε και στέναζε.
-΄Ελα, έλα έλεγε επιτέλους, ήξερε πως έγινε γυναίκα με όλα της τα θέλγητρα.Οι ρόγες της ολόρθες να προσεύχονται στον πόθο,τα καπούλια της δυνατά,έτοιμα να καβαλικέψουν την ζωή, τα χέρια της απλωμένα στους τέσερις ορίζοντες μη τυχόν και ξεφύγει κάτι από μέσα τους, κι όμως εκείνη έμενε μόνη,μόνη και έρημη μέσα σε ένα κόσμο που χαράμιζε την ζωή μακριά της.
Πέρναγαν από δίπλα της και την αγνοούσαν,την άγιζαν και δεν την ένιωθαν,πότε -πότε της μονολογούσανε μα μέχρι εκεί.
-Ψευτονταήδες της ζωής σκεφτότανε,ψευτοπαλικαράδες.
Που είστε μωρέ να με αρπάξεται στα μπράτσα σας και να με πάτε στις απάτητες κορυφές του νου και της καρδιά σας.Αφού το ξέρω πως με θέλεται,γιατί κιοτεύεται μωρέ ατέλειωτη θαρρείται πως είναι η ζωή σας,μια ανάσα του αύριο είναι μοναχά,ένα τσάκ ,άντε δύο,όπως στο κέφι σας το κάνεται,ή στα δύσκολά σας με σφίξιμο των χειλιών.
-Το όνομά μου είναι Επιθυμία,πότε θα το φωνάξεται.Η Ζωή και ο καιρός γλυστρά μέσα από τις φούχτες σας δίχως να το καταλάβεται γιατί εγώ λείπω.
Καμπουριάσατε,άσπρισαν τα μαλιά σας χωρίς έξω να με βγάλεται από το παγωμένο δωμάτιο,που μικρή ακόμη με αφήσατε εκει, χωρίς να χορέψεται μαζύ μου την ζωή που σας χαρίστηκε,και εσείς προσβάλατε,ένας δεν βρέθηκε να με κάνει βασίλισσα στα όνειρά του.
-Κιοτήδες όλοι,ψευτονταήδες,σιγοψυθίρισε.
-Εμένα με λε΄νε ΕΠΙΘΥΜΙΑ,φώναξε δυνατά,κάπου,κάποια στιγμή θα ανταμώσω με τα θέλω σας,και τότε θα σας δείξω τι πραγματικά είναι ΖΩΗ, γειά σας τωρα..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου