Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

ΤΕΡΜΑ ΤΑ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ

Ξενυχτάμε τα πεθαμένα μας όνειρα κάθε βράδυ.
Θρηνούμε τις μισές ζωές μας,αυτές τις χωρίς γέλιο,χωρίς ελπίδα.
Κόμπος το στομάχι από την αγωνία.
Θα ξημερώσει;,αν ναι πως,τι θα μας βρεί τι μας περιμένει.
Κόψαν τα σχοινιά από τους χαρταετούς μας.
Περιμένουν πότε θα γκρεμοτσακιστούμε.
Ακονίζουν τα μαχαίρια στα κόκκαλά μας,
ύστερα χαράζουν τις ψυχές μας.
Ένας,δύο,τρείς,εκατό,χιλιάδες στην εξαθλίωση,στην πείνα,τον χαμό.
Τι τους νοιάζει,ράψαν τα κουστούμια τους στα μέτρα των ανοχών μας
από της καρδιάς μας το μετάξι.
Τώρα περιφέρονται λόρδοι,και νοιάζονται λέει για μας,
ψεύτες και υποκριτές.
Ίσαμε τα τώρα κράταγαν το αλαβάστρινο μπαστουνάκι τους κάτω στην μασχάλη,
ότι τάχαμου κάποιοι είναι,και μας φοβέριζαν με αυτό,οι γελοίοι.
Τώρα είναι καιρός,ήρθε ο καιρός,να κρατήσουμε εμεις την δικιά μας μαγγούρα
με τους ρόζους τους χοντρούς.
Τέρμα τα μοιρολόγια,ο θάνατος τελείωσε,αρχίζει η ζωή.
Αυτή η ταπεινή,η γνήσια που ονειρευτήκαμε.
Αυτή με τις καλημέρες,τις ανοιχτές αγκαλιές,το σώσιμο το νοιάξιμο.
Αυτή με τις ανοιχτές αυλές,αυτή της παρέας, του άντε φίλε στην υγειά μας,
φίλε,να λές φίλε,και να βγαίνει από τα σπλάχνα σου η λέξη.
Τέρμα τα μοιρολόγια,όχι άλλο χώρο στους ανάξιους.
Πήραν το φιλότιμό μας για αδυναμία.
Ξεχνούν ότι το φιλότιμο θέλει καρδιά,και την καρδιά την έχουνε στα στήθεια τους
αυτοί που τόχουν.
Σαν πάψει να λαθεύει η καρδιά,τότε βγαίνει μπροστά,πολεμάει και νικάει.
Καιρός να αφήσουμε τα καραβάκια μας να ταξιδέψουν με τα λευκά πανιά.
Θα την μερέψουμε την θάλασσα.
Ένα κουπί εσύ,ένα εγώ,όλοι μαζύ,εεεόπ θα πιάσουμε στεριά.
Πρώτα όμως να βουλιάξουμε τα λάθη μας,να ρίξουμε στην θάλασσα τα έρμα.
Κοίτα βγαίνει η ανατολή,κι από εκεί,κι από κεί,κι από κεί,
από χιλιάδες μεριές,
δεν θα τον σκοτεινιάσουν αυτοί τον κόσμο μας,
εεεεεόπ με όλη μας την δύναμη.

1 σχόλιο:

  1. δες τώρα τι μου θύμισε η φράση σου: «φίλε,να λές φίλε,και να βγαίνει από τα σπλάχνα σου η λέξη.»
    ---------------
    ...«Ερχόταν πάλι η άνοιξη στις γειτονιές τού κόσμου.
    Μεγάλες ειδήσεις χτυπούσαν τα φτερά τους στον ορίζοντα.
    Μες απ' τον θάνατο οι καρδιές χειροκροτούσανε τον ήλιο.
    Ήταν πολύς ο θάνατος. Έπρεπε ν' αγαπιόμαστε πολύ.
    «Σύντροφε κράτα μου το χέρι.
    Και να με λες σύντροφο, σύντροφε.
    Θε μου τι απέραντος που 'ναι ο κόσμος .
    Ω, αλήθεια θα δουλέψουμε πολύ,
    θα κουραστούμε,
    μπορεί να τσακιστούμε κιόλας»...

    ΑπάντησηΔιαγραφή